Κυριακή 25 Απριλίου 2021

Kafasina Gore Τεύχος 31: Εμείς.


 Biz - Εμείς

Είχαμε τις δικές μας προτάσεις. Ήταν προτάσεις που δεν άρχιζαν με το ’’εσύ ’’ ούτε συνέχιζαν με το ’’εγώ’’. Ήταν  προτάσεις που ήταν ’’εμείς ’’. Πιο πολύ από το ‘’εσύ ‘’ μου είχε λείψει το ‘’εμείς’’... Είχα γράψει μια πρόταση σε μια λευκή κόλλα χαρτιού. Θα μπορούσε αυτή η πρόταση να είναι η αρχή μιας νέας ιστορίας; Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να αρχίσω μια ιστορία καλύτερα. Αυτές οι προτάσεις ήταν αποτέλεσμα έντονων ματιών ανάμεσα στη λευκή κόλλα χαρτιού και σε εμένα. Η απόσταση που υπήρχε ανάμεσα στην καρέκλα και στο γραφείο και η κακή στάση του σώματος μου, μου προκάλεσαν έναν ελαφρύ πόνο στην μέση. Στην πραγματικότητα, η επίδραση αυτής της άβολης ξύλινης καρέκλας στο σώμα μου μου έδινε έμπνευση να γράφω προτάσεις για μια τελειωμένη σχέση. Ήξερα πως δεν μπορούσα να ξεκινήσω την ιστορία μου με τέτοιες προτάσεις μέχρι να μπορέσω να καθίσω σε μια άνετη καρέκλα, να πάρω ένα φλιτζάνι νόστιμο τσάι, σε ένα καλό τραπέζι. Ένας μικρός πόνος στο κάτω μέρος της πλάτης μου θα μπορούσε να αλλάξει την υφή κάθε πρότασης. Ακριβώς όπως όταν έχουμε πονόδοντο, και αυτό μπορεί να κάνει τη ζωή μας άγευστη και σκοτεινή.

Ποιος ξέρει ίσως όλα τα απαισιόδοξα γραπτά να έχουν γραφτεί λόγω ενός πονόδοντου ή ενός σοβαρού πόνου στην πλάτη των συγγραφέων τους...

Ο άνεμος που μπήκε μέσα από το παράθυρο, χαϊδεύοντας το πρόσωπό μου, άλλαξε τον τρόπο που καθόμουν και διόρθωσα την καμπύλη που είχε σχηματιστεί ανάμεσα στους ώμους και τον λαιμό μου. Είχα βρει έναν πιο άνετο τρόπο για να καθίσω. Ένα αεράκι που φυσούσε σαν ψίθυρος είχε μειώσει τον πόνο μου. Ξαφνικά όλα φαινόταν πιο εύκολα. Εάν δεν έμπαινε αυτό το αεράκι που φυσούσε σαν ψίθυρος από το παράθυρο, θα έπρεπε να υπομείνω τον πόνο και να καθίσω στην ίδια θέση για ώρες.

Τι είναι αυτό που μας μένει όταν χάνουμε κάποια; Το όμορφο χαμόγελο της, οι υπέροχες στιγμές μαζί της και τα συναισθήματα που ήταν ξεχωριστά για εκείνη... Τουλάχιστον αυτό είναι που πάντα ήθελα να νιώθω και έτσι να την θυμάμαι.

Όταν ο πόνος στη μέση μου είχε χαλαρώσει, το ύφος των προτάσεων μου άλλαξε. Είχα επίσης βάλει μπροστά μου ένα νόστιμο τσάι και μείωσα την απόσταση ανάμεσα στη λευκή κόλλα χαρτιού και σε εμένα.

Έχω ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, συνήθως δεν θυμάμαι πράγματα που δεν μου κάνουν καλό. Αφού τελειώσω μια σχέση, προτιμώ να ξεχάσω μάλλον τις κακές αναμνήσεις που θα γίνουν προτάσεις στο μυαλό μου. Πήγα στο μπαλκόνι, πήρα μια βαθιά ανάσα και κοίταξα τον έναστρο ουρανό. Όταν έκλεισα τα μάτια μου για να απελευθερώσω την αναπνοή μου, και όταν τα άνοιξα μπόρεσα να δω τις τελευταίες στιγμές ενός αστεριού που χάθηκε στον ουρανό. Το να κοιτάς τον ουρανό σε μια έναστρη νύχτα είναι σαν να κοιτάς το παρελθόν. Ίσως αυτό το πεφταστέρι να συνεχίσει να συλλέγει ό,τι ανήκει σε "εμάς" και να το πηγαίνει σε άλλη εποχή. Έχω επίσης ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι ερμηνεύω μόνο τα πράγματα που μου κάνουν καλό...

Ήπια μια γουλιά από το τσάι μου και χαμογέλασα σαν το πεφταστέρι να με είχε διαπεράσει. Αμέσως άλλαξα τη μπλούζα και το παντελόνι μου και φόρεσα άλλα χρώματα για να μην επηρεάζονται αυτά που θα έγραφα. Υπάρχει μια στενή γραμμή ανάμεσα στις αναμνήσεις και στα όνειρα. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να συγκεντρώσεις καλές αναμνήσεις και να υποστηρίξεις φράσεις που προηγουμένως ανήκαν μόνο στο «εμείς». Όταν οι αναμνήσεις παραμορφώνονται και με τη δύναμη της φαντασίας ενώνονται, τότε γίνονται πιο σημαντικές από την πραγματικότητα. Εκείνη τη νύχτα κοιτάξαμε τα αστέρια. Ο ουρανός ήταν σιωπηλός και τα αστέρια ήταν μάρτυρες αυτών που λέγαμε. Πόσο πολύ γελάσαμε μαζί... Ο ήχος του γέλιου μας ήταν εκκωφαντικός, είχε γεμίσει τη σιωπή του ουρανού. Ακόμα και οι γλάροι δεν πετούσαν για να ακούγεται η ευτυχία μας.

Αφού είδαμε το πεφταστέρι, δείξαμε ο ένας στον άλλον τα όμορφα λακκάκια μας στα μάγουλα μας. Είχα ζήσει εκείνη τη νύχτα τόσες φορές στη φαντασία μου, που τώρα αμφιβάλλω αν υπήρχαν αστέρια και γλάροι εκείνη τη νύχτα. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ούτε το εσύ ούτε το εγώ... Ήμασταν εμείς... Το τσάι μου τελείωσε και αφού πήγα στην κουζίνα να βάλω λίγο φρέσκο τσάι, έγραψα αμέσως μια πρόταση που έφτασε αυτόματα στην άκρη του μολυβιού μου.

"Με αγαπάς;"

Κάθε φορά που μου έκανες αυτή την ερώτηση, κοίταζα το χαμόγελο σου σαν να κρύβω μια πρόταση και σε φιλούσα στα λακκάκια σου σαν να ήθελα την βρω εκεί και να την ξετρυπώσω. Έκανα κι εγώ την ίδια ερώτηση:

"Με αγαπάς;"

Με κοίταξες στα μάτια και με φίλησες σιωπηλά. Στην πραγματικότητα, χρησιμοποιούμε αυτήν την ερώτηση σαν παιχνίδι για να ανακαλύψουμε τους εαυτούς μας.  Γιατί μετά από κάθε τέτοια ερώτηση θα έχουμε αναμνήσεις που έχουν δημιουργηθεί από τη σιωπή. Ίσως θα μπορούσα να ανακαλύψω τις φακίδες που κρύβονταν ανάμεσα στα φρύδια σου ή ένα σημάδι που με περιμένει στο πάνω χείλος σου που δεν το είχα παρατηρήσει πριν.

Πήρα στα χέρια μου το άδειο ποτήρι τσαγιού, μπήκα στην κουζίνα με ελαφριά βήματα. Γέμισα το φλιτζάνι μου με τσάι και καθώς περπατούσα με το φλιτζάνι στο χέρι μου, σκέφτηκα τις προτάσεις που ήθελα να γράψω... 

Όταν ήμουν μαζί σου πραγματικά δεν πίστευα στις ανοησίες που πάντα έλεγες για το ‘’να ζεις τη στιγμή‘’. Μου φαινόταν σαν μια από τις προτάσεις της σύγχρονης ζωής, υπερβολική και εξιδανικευμένη. Πάνω από όλα ήθελα να ζήσω δίπλα σου στο παρελθόν καθώς επίσης στο παρόν και στο μέλλον. Ήταν η ίδια ζωή σε έναν τρισδιάστατο χρόνο που μας έκανε "εμείς". Χωρία να κοιτάζουμε το μέλλον και χωρίς να κουβαλάμε τα συναισθήματα μας από το παρελθόν, το σήμερα χάνει το νόημα του. Όταν θυμήθηκα την ημέρα που χωρίσαμε, η ημέρα που συναντηθήκαμε απέκτησε νόημα.

Ήσουν η ίδια μυστηριώδης γυναίκα πίσω από τα ηλεκτρονικά μηνύματα που έφταναν στα εισερχόμενα μου. "Διαβάζω με ενδιαφέρον αυτά που γράφεις ... Νιώθω σαν να είμαι μία από τις γυναίκες στις ιστορίες σου, και ελπίζω να έχουμε την ευκαιρία να πιούμε έναν καφέ μια μέρα..."

Δεκάδες τέτοια μηνύματα έρχονταν το ένα μετά το άλλο με διαφορετικό τίτλο και είχαν καταλάβει ολόκληρα τα εισερχόμενα. Τα ευγενικά μηνύματα απάντησης που σου έστελνα σε ενθάρρυναν ακόμα περισσότερο. Από τις ιστορίες μου, είχες βρει νοήματα που δεν είχε καν σκεφτεί το μυαλό μου.

‘’Δεν είχα σκεφτεί κανένα από τα νοήματα που μου έγραφες. Ειλικρινά μου αρέσει. Ίσως το γράψιμο είναι αυτό, μπορείς να φανταστείς κάτι αλλά αυτοί που το διαβάζουν φαντάζονται κάτι άλλο. Δεν ξέρω αν σας αρέσουν οι ιστορίες μου ή όχι αλλά αν η πρόσκληση σας για καφέ εξακολουθεί να ισχύει, γιατί όχι;’’

Ποια ήταν αυτή η γυναίκα που πήρε νέες ιδέες από τα γραπτά μου και έψαχνε συναισθήματα που δεν είχα αισθανθεί; Δεν υπήρχε τρόπος να ξεκινήσω μια νέα ιστορία χωρίς να την γνωρίζω, χωρίς να ικανοποιήσω την περιέργεια μου... Σαν να υπήρχε πάντα ένα κενό μέσα μου που θα ολοκληρωνόταν με τον κόσμο της. Αυτό ήταν απλά ένα προαίσθημα βέβαια...

Άρχισε να σκοτεινιάζει, ο ήλιος κρύφτηκε και η ξύλινη καρέκλα άρχισε ξανά να με βασανίζει. Το φως που έλαμπε μέσα από τις κουρτίνες δημιούργησε μια ελαφριά σκιά στη λευκή κόλλα χαρτιού μου.. Η ίδια τεμπελιά που με εμπόδισε να σηκωθώ και να τραβήξω την κουρτίνα δεν μου επέτρεψε να ανάψω το φως στο δωμάτιο. Υπήρχε μια πρόταση ανάμεσα στα δάχτυλα μου και το μολύβι μου. Μέχρι να ολοκληρώσω αυτή την πρόταση δεν μπορούσα να σηκωθώ από την ξύλινη καρέκλα μου.

Είχαμε συναντηθεί σε ένα καφέ μια βροχερή μέρα. Από τα γραπτά σου μπορούσα να φτιάξω την εικόνα της ψυχής σου αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ τα μαλλιά σου, τα μάτια σου και το σώμα σου. Πήγα στο καφέ πριν από την ώρα του ραντεβού μας. Θα προσπαθούσα να σε βρω ανάμεσα στους ανθρώπους που έμπαιναν. Αν και δεν είχα ιδέα για την εμφάνιση σου, ένιωθα ότι τα μαλλιά, τα μάτια και τα χείλη σου ήταν όπως είχα φανταστεί. Υπέθετα ότι έτσι έπρεπε να είσαι. Μπορούσα να δω το πρόσωπο σου που δεν είχα καταφέρει να φανταστώ με ακρίβεια αλλά αυτό με έκανε να αισθάνομαι όμορφα. Η πόρτα άνοιξε με τον ήχο μερικών κουδουνιών και μπήκες. Πριν να μπεις έριξα μια ματιά στο ρολόι. Είχες αργήσει τέσσερα λεπτά και είκοσι πέντε δευτερόλεπτα και είχα έρθει είκοσι πέντε λεπτά και σαράντα δευτερόλεπτα νωρίτερα. Στις επόμενες συναντήσεις μας πάντα εσύ θα ερχόσουν νωρίτερα κι εγώ θα αργούσα πάντα. Σαν να γνωριζόμασταν χρόνια, κοιταχτήκαμε, απλώσαμε τα χέρια μας ταυτόχρονα και είπαμε:

"Γεια σου ..."

Ζήσαμε μια στιγμή όμορφης οικειότητας, χωρίς να χρειάζεται η σιωπή και η αποφασιστικότητα που δημιουργήθηκε γύρω μας. Χωρίς να έχω βάλει ένα θέμα ανάμεσα στις προτάσεις μου, είχες πάρει τον λόγο και έφερες τη συζήτηση σε άλλα θέματα. Η στιγμή που ζούσαμε ήταν όπως σε μια μεγάλη ορχήστρα που έπαιζε ένα τραγούδι χωρίς παρτιτούρα... Ήταν το πρώτο βήμα πριν να γίνουμε "εμείς"...

Το κοκκινωπό ηλιοβασίλεμα που μπήκε μέσα από την κουρτίνα υποχώρησε για το σκοτάδι της νύχτας. Δεν ήξερα πώς να συνδέσω το τέλος της ιστορίας. Είχα αρχίσει να την γράφω σαν μια ιστορία χωρισμού, αλλά ήταν δική μου και μπορούσα να αντιστρέψω τα πάντα. Πήρα στα χέρια μου μια καινούργια λευκή κόλλα χαρτί. Όλα όσα γράφτηκαν θα μπορούσαν να την μετατρέψουν σε μια σχέση που συνεχίζεται. Ενώ ζέσταινα το κρύο τσάι στα χείλη μου, έλαβα ένα μήνυμα στο κινητό μου:

"Γεια. Σήμερα ήταν να συναντηθούμε, ήρθα στο καφέ αλλά δεν σε είδα. Ελπίζω να μην το μετάνιωσες... "

Άφησα το τηλέφωνο στην άκρη, έσκισα και πέταξα στα σκουπίδια την ιστορία που ήταν στο τραπέζι και ξεκίνησα με το ‘’εμείς’’.

Άλλαξα αμέσως τα ρούχα μου για να φτάσω στο καφέ έγκαιρα. Προφανώς έφτασα είκοσι πέντε λεπτά και σαράντα δευτερόλεπτα αργότερα... 

  


We had our own phrases. The phrases that did not start with "you" or continue with "I", phrases that were "we". Now I miss "us" more than I miss "you"...

I wrote a sentence on a blank piece of paper. Could this phrase be the beginning of a story? I don't know if I could start writing my story better. These phrases were the result of long glances between the blank paper and me. The distance between the desk and the chair, and my poor posture, caused a slight back pain. In fact, the effect of this wooden chair on my body made me write phrases about a finished relationship. I know that I couldn't begin my story with such phrases until I could sit in a comfortable chair, have a cup of good tea, at a good table. A slight pain in the lower back can alter the colour of the textures of each phrase. Just like when we have toothache, it can make our life tasteless and dark.

Who knows if perhaps all the pessimistic writings have been written due to the toothache and severe back pain of their writers...
The wind blowing through the window salude my face as if it changed my way of sitting, the bands between my neck and shoulders also straightened and I was unconsciously sitting at a better angle. A breeze that blew like a whisper had lessened the pain. Suddenly everything seemed easier. If it hadn't been for the whisper that crawled out the window into the room, I would still have had to endure the pain and sit at the same angle.
What do we have left when we lose someone? Her beautiful smile, the wonderful moments with her and the only feelings that were special to her... At least I wanted to feel that way and remember her.

When my back pain eased, the tone of my sentences changed, I made tea and cut the gap between the blank paper and me.
I have a special feature, usually I don't remember things that don't work for me. After ending a relationship, I would rather forget the bad memories that would become phrases in my mind.

I did the same thing when you left. I went to the balcony, took a deep breath and looked at the starry sky. When I closed my eyes, I released my breath, and when I opened them I could only see the last moments of a comet passing, fading away. Looking at the sky on a starry night is like looking into the past. Perhaps that comet would continue to collect everything that belonged to "us" and take it to another point in time. Another peculiarity of mine is that I only interpret the things that work for me...

I take a sip of tea and smile as if the comet had pierced me. Immediately I changed the colour of the shirt and sweater I was wearing so it wouldn't affect my writing.
There is a close line between memories and imagination. All you need to do is collect good memories, endorse phrases that previously only belonged to 'us'. When memories change shape and with the power of imagination, they come together; they become more significant than reality. That night we were looking at the stars, the sky was silent and the stars witnessed our conversation. How we laugh together... The sound of our laughter was deafening. Even seagulls would not flutter over our happiness.
After watching the comet, you showed one after another your beautiful dimples. I have lived so many times that night in my fantasies, now I doubt if there were stars and seagulls that night. Actually, neither you nor I were there... we were there...
My tea was over, going to the kitchen and pouring myself some fresh tea, I immediately wrote down a phrase that had reached the tip of my pencil automatically.

"Do you love me?"

Every time you asked this question, I looked at your smile as if I were hiding a phrase, kissing your cheeks as if I wanted to find it there and get it out. I also asked the same question:

"Do you love me?"

You looked into my eyes and sat silently looking at me. In fact, we use this question as a game to discover ourselves. Because after asking each question we were invited to shut up for a moment by the silence. Maybe I could have discovered the freckles hidden between your two eyebrows, or the stain on my upper lip that I hadn't noticed before.
I went to the kitchen with lightened steps with the glass of tea in hand. I poured the brewed tea and as I walked around the room with the cup of tea in hand, I thought about the phrases I intended to write.

When I was with you, I really didn't believe in the nonsense you always said about "living in the moment." It seemed to me nonsense and the (perfectionist) ideal of modern life. At the end I wanted to live by your side, I wanted to be in the past as well as in the present and the future. It was the same life in a three-dimensional time that made "us". Without looking to the future and without the emotions that we could not bring from the past, today loses its meaning. When I remembered the day we split up, the day we met made more sense.

You were the same mysterious woman behind the emails that reached my inbox.
"I read with interest your writings... I feel like I'm one of the women in your stories, I wish I had a chance to have coffee with you one day..."

Dozens of other messages like this, sent under different titles, had the entire inbox occupied. It was as if my polite responses to your emails made it more assertive. From my stories, you would come to concepts that my own mind had not reached.

"These are the concepts you wrote that I never even thought of. Honestly, I like it. This is what writing looks like, you can imagine something, but other people's imaginations will come up with something else. I don't know if you like my stories or not, but if your invitation to drink coffee is still valid, why not?"

Who was that woman who took new concepts from my writings and looked for emotions that I had not felt? There was no way I could stop being curious and start a new story... It was like I was going to fill that emptiness I always felt in my world, with her world. It was just a feeling, of course...

The air was getting dark, the sun was hiding, and the wooden chair was beginning to torture me again. The light shining through the curtains created a light shade on my blank paper. The same laziness that kept me from raising and lowering the curtain did not allow me to turn on the light in the studio. A phrase was caught between my fingers and my pencil. Until I made that sentence I couldn't get up from the wooden chair.

On a rainy day we met at a Café. From your writings, I could make a mental image of your soul, but I couldn't imagine your hair, your eyes, your body. I went to the coffee shop before our appointment, I was going to try to look for you among the people who came in there. Although I had no idea of your appearance, I felt that your hair, eyes and lips were as I thought. I supposed you were the way you should be. The door, with the sound of several bells and with some pendants, opened, and you got in. Before you came in, I took a look at the clock. You were four minutes and twenty-five seconds late. I arrived twenty-five minutes and forty seconds earlier. In the following meetings you always arrive early and I always arrive late. As if we have known each other for years, we looked at each other, stretched out our hands and said:

“Hello...”

We experienced a moment of beautiful familiarity, without the need for silence and determination that was created around us. Without putting a point between my phrases, you'd take the words and take them to another line. As with a large orchestra, play a song without a score and run at the same time... was the first step before becoming "us"...
The red sunset, filtered through the curtain, gave way to the darkness of the night.
I had started writing like a story of separation, but it was mine and I could reverse everything. It turned out to be a new blank book, I could write everything in a normal way. I received a text message on my phone when I was warming the cold tea with my lips:
"Hello , I went to the coffee shop, but I didn't see you. I hope you didn't mind..."
I dropped the phone, broke the story that began with "us" that was on the table and threw it in the trash. To get to the Café on time, I immediately changed my clothes. Apparently I was twenty-five minutes and 40 seconds late...

(Translated by Engin Akyürek For Ever Puerto Rico

** Turkish is a complex language, so we translate using some digital translators in order to bring you all an interpretation as accurately as possible to the original text, and to the essence of what the writer wants to communicate. As usual, we thank you for all the support and comments you leave us and send us directly.**)

2 σχόλια:

Συνολικές προβολές σελίδας