Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

Kafasina Gore Τεύχος 24: Ιρφάν.



Ιρφάν

Τα ψέματα γι’αυτόν ήταν σαν την αναπνοή. 

Ήταν ο κύριος χαρακτήρας και όλοι στο σχολείο είχαν συμφωνήσει γι’αυτό, ο άνθρωπος των αντιφάσεων, ένας υπερασπιστής των ανθρώπινων λαθών, ένας ειδικός της αγριότητας, ανίδεος και αδιάφορος για την επιστήμη. Ήταν ένας απρόθυμος μαθητής λυκείου που μπορούσε να κάνει το ψέμα επάγγελμα και να μετατρέψει με την ευφυΐα του τη φοίτησή του σε μια φωλιά για τη βαρεμάρα του.

Η διαφορά ηλικίας ανάμεσα στον Ιρφάν και  σε μένα δεν ήταν άμεσα ανάλογη με την 9η τάξη που βρισκόμουν. Είχε ξεκινήσει αργά το Δημοτικό Σχολείο και είχε επαναλάβει δύο τάξεις και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Μπορούσες να μαντέψεις την ηλικία του από το καθημερινό του ξύρισμα, από τα μαλλιά του που είχαν αρχίσει να αραιώνουν στο πλάι και από την βαθιά του φωνή. Συναντηθήκαμε στην καφετέρια του σχολείου. Είχε αντιδράσει ότι η ισορροπία των τιμών ανάμεσα στα χοτ ντογκ και τα αναψυκτικά προκαλούσε οικονομικές δυσκολίες και έκανε μεγάλη φασαρία γι’αυτό.  Είπε αυτά που δεν μπορούσα να πω. Χαιρετίσαμε ο ένας τον άλλον εκείνη την ημέρα και γίναμε φίλοι, και σύμφωνα με τα δικά του λόγια «κολλητοί».


Σαν να είχε ένα μπουρί σόμπας μέσα στο στόμα του, όταν φώναζε οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα του, δημιουργώντας μια καπνιστή μελωδία στη φωνή του, η οποία υποστήριζε το δίκιο του. Είχε την αυτοπεποίθηση ενός ατόμου που μπορούσε να κάνει ή να πει τα πράγματα που οι άλλοι δεν τολμούσαν. Αλλά είχε κακή φήμη. Γίνονταν έξαλλος όταν οι άλλοι έλεγαν «Πάλι ψέματα λέει»  κάθε φορά που μιλούσε. Έβριζε, χτυπούσε τους τοίχους ή τις πόρτες του σχολείου με τα μεγάλα άσχημα χέρια του. Συνήθιζε να λέει «Είστε όλοι ψεύτες!», και μετά έκανε κοπάνα από το σχολείο και προσπαθούσε να ηρεμήσει καπνίζοντας. Οι καθηγητές δεν έλεγαν τίποτα για το κάπνισμα του και πίστευαν ότι αυτό ήταν το πιο αβλαβές από τις άλλες κακές του συνήθειες. Θα πίστευες ότι ήταν δημόσιος υπάλληλος για 35 χρόνια που θα έπαιρνε τη σύνταξή του. Ό,τι κι αν έκανε στην τάξη ήταν θέμα συζήτησης για το επόμενο διάλειμμα. Είτε σας αρέσει είτε όχι ένα απλό κουτσομπολιό τροφοδοτεί τα κουτσομπολίστικα περιοδικά. «Μάθατε τι είπε ο Ιρφάν στην τάξη ή τι έκανε ο Ιρφάν στον καθηγητή;» Αυτά ψιθυρίζονταν στους διαδρόμους του σχολείου. Αν άκουγε αυτά που ψιθύριζες θα μπορούσες πολύ εύκολα να γίνεις ο στόχος του όπως ένας παπαράτσι που του κάνουν επίθεση. Από τη στιγμή που δεν είχες την ελευθερία του τύπου θα φοβόσουν πάρα πολύ.

«Ας κάνουμε κοπάνα κολλητέ.»

Όταν περνούσα χρόνο μαζί του με έκανε να νιώθω σαν να ήμουν σε πανηγύρι. Διασκέδαζα και μάθαινα πράγματα για τη ζωή. Ήταν σαν η λέξη «κολλητός» κάλυπτε περισσότερα από ό,τι προσφέρουν οι τρεις-σε-έναν καφέδες.

Όταν εγώ και ο Ιρφάν αρχίσαμε να ερχόμαστε πιο κοντά, ο υποδιευθυντής του σχολείου κάλεσε την μητέρα μου στο γραφείο και της είπε να κρατήσει το παιδί της μακριά από αυτόν τον διάβολο μεταμορφωμένο σε παιδί. Με είχε καλέσει και εμένα στο γραφείο και υψώνοντας τη φωνή του άρχισε την πολυλογία. Όταν γύρισα στο σπίτι η μητέρα μου επανέλαβε τα λόγια που της είχε πει ο υποδιευθυντής του σχολείου.

«Γιατί κάνεις παρέα με αλήτες;»

Και πιθανότατα θα άκουγα τα ίδια πράγματα από τον πατέρα μου το βράδυ. Ξεχνώντας ότι η αποστήθιση αποτελούσε μέρος του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Είχα ξεχάσει ήδη αυτά που άκουσα στις αίθουσες το πρωί και έδειξα στον Ιρφάν ότι ήμουν ανοιχτός σε νέες γνώσεις. 

Ήταν αλήθεια ότι ο Irfan μιλούσε πολύ, αλλά οι προτάσεις του ήταν πάντα μυστηριώδεις. Δεν μπορούσες να μάθεις για την οικογένειά του. Το επάγγελμα του πατέρα του θα άλλαζε ανάλογα με την περίσταση. Θα έλεγε το καινούργιο επάγγελμα του πατέρα του σε μία από τις καινούριες μακριές προτάσεις του κάθε φορά. Ήξερα ότι δεν μου έλεγε ψέματα. Ακόμα κι αν το έκανε, το ψέμα του θα ήταν μικρό και εφήμερο. Μερικές φορές, έβλεπα στα μάτια του ότι δεν ήθελε να μιλήσει για την οικογένειά του. Θα με κοιτούσε σαν να μου έλεγε «Κολλητέ μην ανοίγεις αυτό το θέμα». Αν με τα μάτια του δεν ήταν αρκετό, θα προσπαθούσε να μου πει με τη σιωπή του. Αν και ήταν πολύ άτακτος, οι γονείς του δεν ήρθαν ποτέ στο σχολείο.Οι ορθολογικοί μικροί διάβολοι μέσα μου μου έλεγαν να τον ακολουθήσω για να μάθω πού ζούσε και ποιοι ήταν οι γονείς του, αλλά το μικρό παιδί της συνείδησης μέσα μου, σιωπούσε αυτές τις φωνές αντικρούοντας και λιθοβολώντας τους διαβόλους. Υπάρχει μια ηθική γραμμή ανάμεσα στο να αναρωτιέσαι για κάποιον που σε γνωρίζει σαν φίλο, σαν κολλητό και να εισβάλει στην ιδιωτικότητα αυτού του ατόμου. Δεν ξέρω και δεν θέλω να ξέρω ποιος τράβηξε αυτές τις γραμμές ή πότε αυτές οι γραμμές τραβήχτηκαν.

Δεν τον αποκαλούσα «άνθρωπο αντιφάσεων» για το τίποτα. Θα έγραφε κάτι σε ένα χαρτί που έμοιαζε με σημειωματάριο, θα το δίπλωνε με τα μεγάλα χέρια του και θα το τοποθετούσε στην εσωτερική του τσέπη. Αν και αναρωτιόμασταν, ξέραμε τι θα συνέβαινε αν προσπαθούσαμε να διαβάσουμε αυτά που έγραφε. Θα κοίταζε γύρω του, θα μάζευε το κορμί του και θα ξανάρχιζε να γράφει. Ο καθηγητής της λογοτεχνίας προσπάθησε να μάθει τι έγραφε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Όλοι πιστεύαμε οτι δεν υπήρχε καμιά βαθιά λογοτεχνική γραφή, αλλά δεν μπορούσαμε να μην αναρωτιόμαστε.

Αν δεν πήγαινε κάτι στραβά, ο Ιρφάν θα αποφοιτούσε, θα έφευγε από το σχολείο, σε ένα μήνα. Ο ψεύτικος ήλιος του Μαΐου είχε μαλακώσει τα χειμωνιάτικα πρόσωπά μας. Οι μαθητές βρίσκονταν στην αυλή του σχολείου, η οποία ήταν ένα ζωντανό και χαρούμενο μέρος, σαν το παζάρι μπαχαρικών. Χαμογελούσαν κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Ο απειλητικός παγετός της Άγκυρας που δεν ήξερες ποτέ, πότε θα συνέβαινε περίμενε το ηλιοβασίλεμα, σαν τον λύκο που περιμένει το θήραμά του και ήξερε τι θα συμβεί.

Ο Ιρφάν έπαιζε επιθετικός σαν τον χειρότερο σκόρερ του κόσμου και έκλεβε για να βάλει γκολ καθώς ανάγκαζε τους τερματοφύλακες να παραδεχτούν τα γκολ σε όλους τους αγώνες, απειλώντας τους αργότερα στις τουαλέτες. 

Ο Ιρφάν σκόραρε το δεύτερο του γκολ. Ολόκληρο το σχολείο φώναζε το όνομά του : «Ιρφάν! Ιρφάν!»

Τα κορίτσια του σχολείου με τις καρό φούστες τους, καθόντουσαν στη σειρά στον τοίχο και κουτσομπόλευαν για το ποδόσφαιρο. Όταν τρεις ογκώδεις νεαροί από άλλη γειτονιά, πείραξαν τα κορίτσια, ο Ιρφάν πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Πήρε την μπάλα χωρίς να περιμένει να σφυρίξει ο διαιτητής και πήγαινε προς το μέρος τους για να τα βάλει μαζί τους.  
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»
Αυτοί οι ογκώδεις νεαροί δεν μπόρεσαν να απαντήσουν σε αυτή την απροσδόκητη ερώτηση. Υπήρχε μια γλυκιά σιωπή στην αυλή του σχολείου. Αυτή η σιωπή ήταν σημάδι των μελλοντικών γεγονότων, όπως το λιντσάρισμα και ο καβγάς με γροθιές. Ολόκληρο το σχολείο θα μπορούσε να μετατρέψει αυτά τα άθλια αγόρια σε μαζορέτες με τη βοήθεια του Ιρφάν. Έκανε ξανά την ίδια ερώτηση:

«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»

Ξεκίνησε να χτυπάει το πρόσωπο του μεγαλύτερου με την μπάλα αργά. Το σκοτεινό πρόσωπο του αγοριού έγινε κόκκινο, φέρνοντας χρώμα στην ασχήμια του. 

«Δεν θα ρωτήσω ξανά, υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»

Τα αγόρια του σχολείου πλησίασαν τη λεία τους, με ένα μειδίαμα στα πρόσωπά τους. Περιμέναμε το σήμα του Ιρφάν. O Ιρφάν δεν χρειάστηκε να πει τίποτα. Με μια μικρή κίνηση στα φρύδια του που κάλυπταν σχεδόν το μισό από το μέτωπό του θα μπορούσε να μας δώσει εντολές.

Ο Ιρφάν άρχισε να χτυπάει το πρόσωπο του αγοριού με τη μπάλα πιο γρήγορα αυτή τη φορά. Θα μπορούσε να τραβήξει την μπάλα που χάθηκε στα μεγάλα χέρια του αλλά ήθελε και μας έδειξε ότι χτυπούσε ανθρώπους με μια μπάλα για χρόνια. 

Ο πιο αδύναμος από αυτά τα ογκώδη αγόρια άρχισε να αναπνέει βαθιά. Αυτό τράβηξε την προσοχή του Ιρφάν.

«Μήπως θέλεις να απαντήσεις εσύ;»

Ήταν φανερό ότι ο Ιρφάν το έκανε συχνά και είχε το ταλέντο γι 'αυτό. Ο συγχρονισμός του και η ηρεμία του έμοιαζαν με το χάρισμα του Δον Κορλεόνε. Ο πιο αδύναμος έκανε ένα βήμα προς τον Ιρφάν. Η αναπνοή του είχε γίνει κανονική. Με φωνή τόσο άσχημη όσο το πρόσωπό του, είπε:

 «Ας μιλήσουμε έξω από το σχολείο.»

Είχε ανοίξει τον τάφο του με τα λόγια του. Είχαμε αρχίσει να πλησιάζουμε με τον ενθουσιασμό που μοιράζεσαι τη λεία. Ο Ιρφάν πέταξε την μπάλα και πλησίασε το αγόρι. Κοίταξε το βρώμικο και γεμάτο ουλές πρόσωπό του χωρίς να δειλιάσει. Οι άλλοι σταμάτησαν και άρχισαν να αναπνέουν και φούσκωναν γεμίζοντας τους πνεύμονες τους με μονοξείδιο του άνθρακα. Ο Ιρφάν έδειξε τη γροθιά του, δείχνοντας ότι δεν θα έκανε άλλες ερωτήσεις. Υπήρχε μια βαριά σιωπή στην αυλή του σχολείου, ακόμη και τα πουλιά σταμάτησαν να κελαηδάνε. Ο παγετός μας παρακολουθούσε πίσω από τον ήλιο.  Ο Ιρφάν έκανε ένα ακόμα βήμα, δείχνοντας τη δυνατή γροθιά του. Το άσχημο ογκώδες αγόρι, νικημένο από τον φόβο του, μαχαίρωσε τον Ιρφάν με ένα μαχαίρι που δεν ξέραμε ότι είχε και μετά το έσκασε. Το πλήθος των παιδιών είχε διασκορπιστεί με πανικό και οι κραυγές των κοριτσιών έκαναν και τα άλλα αγόρια να φύγουν. Ο Ιρφάν ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος κρατώντας την κοιλιά του. Όταν είδαμε το αίμα να βγαίνει από την κοιλιά του, στη σχολική αυλή έπεφτε σιωπή για άλλη μια φορά.

«Σκάστε, σκάστε, μην ουρλιάζετε μέσα στα αυτιά μου... εσείς, σκάστε!»

Όλοι ήταν ήδη σιωπηλοί. Τα πουλιά είχαν πετάξει μακριά, ο παγετός είχε ξεφύγει από τη σκιά του ήλιου.

«Σκάστε! Σκάστε!»

Ο Ιρφάν φώναζε τόσο δυνατά ώστε η φωνή του τον πληγώνει περισσότερο από την πληγή του. Οι επώδυνες κραυγές του έδιναν μια φωνή και στη σιωπή μας. Είχαμε μείνει χωρίς ανάσα, η μεγάλη αιμορραγία του είχε σταματήσει την αναπνοή μας.

«Σκάστε!... Εσείς!»

Το σχολικό συμβούλιο συνεδρίασε επειγόντως μετά από αυτό το γεγονός και τον απέβαλε από το σχολείο. Λες και τα ράμματα στην κοιλιά του δεν ήταν αρκετά, έπρεπε να χάσει και τη μόρφωση του. Μόλις βγήκε από το νοσοκομείο, ήρθε στο σχολείο και έβρισε όλους τους καθηγητές, τον διευθυντή του σχολείου και τον υποδιευθυντή φωνάζοντας τα ονόματά τους. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα, 

Υπάρχουν τόποι και χρόνοι που συνδέουν όλες τις ιστορίες μεταξύ τους. Ποτέ δεν ξέρουμε πότε θα μπούμε στο τούνελ του χρόνου.

Βρισκόμουν σε έναν έρημο δρόμο στη Χηλή(πόλη στην Τουρκία). Πήγα σε ένα βενζινάδικο που έμοιαζε σαν να ήταν προσωρινά εκεί με όλη τη σκόνη και τη βρωμιά γύρω του. Και μετά από 20 χρόνια, είδα τον Ιρφάν πίσω από την ταμειακή μηχανή σε αυτό το βενζινάδικο. Ήταν φαλακρός και είχε χάσει τη λάμψη του. Κοιταχτήκαμε. Τα μάτια του ήταν πιο κόκκινα. Με αναγνώρισε κι αυτός. Περίμενα να χαιρετήσει πρώτα εκείνος. Δεν ξέρω γιατί. Νόμιζα ότι δεν θα ήθελε να με συναντήσει έτσι. Καθώς πληκτρολογούσα τον κωδικό της κάρτας μου, μπορούσα να δω ότι με κοιτούσε με τα άδεις μάτια του σαν να ήθελε να πει αμέσως «κολλητέ». Με τα μεγάλα άσχημα χέρια του, τα οποία ήταν το μόνο πράγμα που δεν άλλαξε μου έδωσε πίσω την πιστωτική μου κάρτα. Πήγα στο αυτοκίνητό μου και έφυγα. Δεν θα έμπαινα ποτέ ξανά σε αυτόν τον δρόμο ούτε σε αυτό το βενζινάδικο.

Ήμουν μόνος μου με την ντροπή μου την οποία είχα ήδη ξεχάσει. Είχα διαβάσει κρυφά αυτά που έγραφε ο Ιρφάν στο σχολείο. Είχα έναν κόμπο στον λαιμό μου εξαιτίας αυτής της ντροπής που απέφυγα να το πω ακόμα και στον εαυτό μου. Μουρμούριζα αυτά που είχε γράψει καθώς οδηγούσα.

«Είμαι ο Ιρφάν Γιλμάζ.  Είμαι  ένα ορφανό που δεν ξέρει πού έχει γεννηθεί. Δεν ξέρω ούτε που γεννήθηκα  ούτε ποιοι είναι οι γονείς μου. Το μόνο που ξέρω είναι το πού θα πεθάνω. Σε ένα άγνωστο μέρος, μόνος μου, σαν Ιρφάν.»

Ο Ιρφάν είναι ο πιο ειλικρινής άνθρωπος που γνώρισα στη ζωή μου. 



Translation of Engin Akyurek's short story from the last issue of Kafasina Gore magazine.
Irfan
By Engin Akyurek
Lying was like breathing for him.
He was the main character of the analogy that everybody in the school agreed, a man of contradictions, a humanist defender of mistakes, an expert of rascality who was ignorant and incurious of science. He is a holdback high school student who could turn lying into his profession and make his studentship a nest for his boredom with his intelligence.
The age difference between Irfan and I was not directly proportional to my being a 9th grader. He had started the elementary school late and repeated a couple of grades in middle and high schools. You could guess his age from his shaving every day, his hair balding on sides, and his deep voice. We had met at the school cafeteria. He had objected that the price equilibrium between hot dog and soda was causing financial difficulty and made too much fuss about it. He had told what I couldn’t tell. We had greeted each other that day and had become friends, in his words, “buddies”.
As if he had stove pipe inside his mouth, when he shouted, the words coming out of his mouth created a smoky melody in his voice, which supported his rightfulness. He had the self-confidence of a person who could do or say the things that others couldn’t dare. But, he had a bad reputation. He used to get mad when people said “He’s lying again,” when he talked. He used to curse, punching the walls or the doors of the school with his ugly very large hands. He used to say “You all are liars!”, then ditch the class and try to calm himself by smoking. The teachers wouldn’t say anything his smoking and would think that this was his most harmless one among his other bad habits. You would think that he was a state employee for 35 years who was about to retire.
Whatever he did in the class would become the talk of the next break. Whether you like it or not, a simple gossip is how the magazine-shows feed themselves. “Have you heard what Irfan said in the class or what Irfan did to the teacher?” These sentences were whispered in the halls of the school. If he heard your whispers, you could have easily become his target like a paparazzi being assaulted. Since you did not have the freedom of the press, you would be scared shitless.
“Let’s ditch the school, buddy.”
When I spent time with him, I would feel like I was in a fair; both having fun and learning actual things regarding life. It was as if the “buddy” word covered more than what three-in-one coffees offered.
When I began to be very close with Irfan, the assistant school manager had called my mother to the office and told my mom to keep her child away from this devil disguised as child. He had called me to the office, too, and, raising his voice, told me the same verbiage. When I went back home, my mom had repeated the same things told by the assistant school manager.
“Why are you hanging out with rascals?”
And I would probably hear the same thing from my father in the evening. Forgetting the things memorized was a part of our educational system. I had already forgotten what I heard in the halls in the morning and showed Irfan that I was open to new knowledge.
It was true that Irfan used to talk a lot but his sentences were always mysterious. You couldn’t find out about his family. His father’s profession would change according to situation. He would tell his father’s new profession in one of his new long sentences each time. I knew that he didn’t lie to me. Even if he did, he would gift me with a little ephemeral lie. Sometimes, I used to see in his eyes that he didn’t want to talk about his family. He would look at me as if he said “Buddy, don’t open this subject.” If his eyes weren’t enough, he would try to tell me with his silence. Although he was very mischievous, his parents never came to school. The rational little devils inside me were telling me to follow him to find out where he lived and who his parents were but the little conscientious child inside me was silencing those voices by objecting and stoning the devils. There is an ethic line between wondering about someone who knows you as a friend, as a buddy and invading that person’s privacy. I don’t know and don’t want to know who drew these lines or when they were drawn.
I didn’t call him as “a man of contradictions” for nothing. He would write something onto a paper that looked like a notebook, fold it with his large hands, and place it into his inside pocket. Although we wondered, we knew what would happen if we attempted to read what he wrote. He would look around, try to make his body smaller, and begin to write. Our literature teacher tried to find out what he wrote, but to no avail. We all thought there wasn’t any literary deepness in his writing but couldn’t help wondering.
If nothing went wrong, Irfan would graduate, retire, in a month. The fake May sun had softened our winter faces. Students were in the school yard, which was lively and joyous place like the Spice Bazaar. They were smiling under the afternoon sun. Ankara’s sinister frost which you never knew when it would happen was waiting for the sunset, like a wolf waiting for its prey and sensed what would happen.
Irfan was playing forward like the worst scorer of the world and cheating to score because he was banning the goalies,who didn’t concede any goals, from all sport competitions, threatening them in the restrooms later on.
Irfan had scored his second goal between the legs. The entire school was chanting his name: “Irfan! Irfan!”
High school girls with their plaid skirts, had lined against the wall, were gossiping through soccer. When three beefy young boys from another neighborhood, shouted out the girls, Irfan took the issue in hand. He grabbed the ball without waiting finishing whistle and walked towards them for confrontation.
“Is there a problem?”
These big young boys couldn’t answer that unexpected question. There was a sweet silence in the schoolyard. This silence was a sign of things to come; like lynching and fist fighting. The entire school could turn these shabby boys into cheerleaders with the help of Irfan. He asked the same question again:
“Is there a problem?”
He started hitting the face of the biggest one with the ball slowly. The boy’s dark face was turnning red, bringing color to his ugliness.
“I won’t ask again. Is there a problem?”
The boys of the school narrowed their distance to their prey in a half-moon shape. We were waiting for Irfan’s signal. Irfan didn’t need to say anything; a small tilt of his thick eyebrows that covered almost half of his forehead could give us orders.
Irfan began to hit the boy’s face wiith the ball faster this time. He could grab the ball that got lost in his large hands anyway he wanted and showed us that he had been beating people with a ball for years.
The feeble one among those beefy boys started breathing deeply. That drew Irfan’s attention.
“Do you want to asnwer that?”
It was obvious that Irfan was doing this a lot and had a talent for that. His timing and calmness resembled Don Carleone’s charisma. The feeblest one took one step towards Irfan; his breathing had turned to normal. Sounding as ugly as his face, he said:
“Let’s talk outside of the school.”
He was marking his own grave with his spitting mouth. We had gotten closer with the excitement of sharing the prey. Irfan threw the ball to the ground and approached the boy. He looked at his dirty face full of scars without flinching. The others stopped breathing and were getting high with carbonmonoxide building up in their lungs. Irfan showed his fist, indicating that he wouldn’t ask any more questions. There was a heavy silence in the schooldyard, even birds had stopped chirping. The frost was watching us behind the sun. Irfan took another step, showing his sharp fist. The ugly beefy boy, beaten by his fear, stabbed Irfan with a knife which we were unaware of and then ran away. The crowd had scattered with a panic and the screams of the girls made the other boys run away as well. Iffan was lying on the ground, holding his belly. When we saw the blood coming out of his belly, the schoolyard would fall silent one more time.
“Shut up, shut up, don’t scream right beside my ear, ... you, shut up!”
Everybody was already silent. The birds had flown away, the frost had escaped from the sun’s shadow.
“Shut up! Shut up!”
Irfan was shouting so loud that his own voice was hurting him more than his wound. His painful screams were giving a voice to our silence as well. We weren’t even breathing, his profuse bleeding had stopped our breathing.
“Shut up! ... you!”
The school board got together urgently after this event and expelled him from the school. As the stiches on his belly not enough, he had stripped of his education. As soon as he was discharged from the hospital, he came to the school and sweared at all the teachers, the school manager, and the assistant school manager by shouting their names. That was the last time I saw him.
There are places and times that connect all stories to each other. We never know when we will enter a time tunnel.
I was on a desolate road in Sile. I drove into a gas station which looked like temporarily there with all the dust and dirt around it. And after 20 years, I saw Irfan behind the cash register in that gas station. He went bald and lost his all glamor. We came eye to eye. The redness on his pupils began to get bigger. He recognized me as well. I expected him to say hello first. I don’t know why. I thought he wouldn’t want to meet me like that. While entering password for my credit card, I could see that he was looking at me with his rotten eyes as if he would say “buddy” in a minute. He gave back my credit card with his ugly large hands which were the only thing that did not change. I got in to my car and drove away. I wouldn’t enter that road or that gas station ever again.
I was alone with my shame which I had already forgotten. I had secretly read the notes that Irfan wrote in the schoolyard. I had a lump in my throat because of this shame that I avoided to tell even myself. I was murmuring his sentences while I was driving.
“I am Irfan Yilmaz. I am orphan an who doesn’t know where he was born. I don’t know my birthpace or my parents. The only thing that I know is where I am going to die; in an unknown place, by myself, as Irfan.”
Irfan is the most honest man that I’ve known in my life.
(Thanks to EAUFC for English translation) 

2 σχόλια:

  1. ένα μεγάλο ευχαριστώ ακόμη, μέσα από την καρδιά μου, και καλή συνέχεια με όσα ακολούθησαν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Συνολικές προβολές σελίδας