Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

Kafasina Gore Τεύχος 23: Το ίδιο πρόσωπο.

ΤΟ ΙΔΙΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Δεν είχε σημασία πού ήμουν...

Το βλέμμα της σχεδόν χτύπησε τα μάτια μου,τρύπησε την καρδιά μου με βέλη. Φαίνεται ότι βυθίστηκε σιωπηλά στην ψυχή μου, προκαλώντας ρίγη εκεί, ταράζοντας το στομάχι μου που έφτασε στην καρδιά μου, προσθέτοντας ζωή στην καρδιά μου περισσότερο από ποτέ.

Αγκαλιάζοντας τη λεπτή μέση του φλιτζανιού, προσπαθούσα να ζεστάνω τον κρύο αέρα. Στην πραγματικότητα, ούτε το τσάι ούτε ο ατμός που σκαρφάλωνε στα χείλη μου είχαν νόημα. Η θέα από το άλλο τραπέζι ήταν αρκετή, ένα βέλος στόχευε την καρδιά μου, ζέσταινε το μέσα μου. Κρατώντας ένα φλιτζάνι καφέ στα χέρια της με τα μάτια της, μου προκάλεσε μια αναστάτωση που δεν την υποψιαζόταν, και οι ματιές της ήταν σαν να πυροδότησαν μια σφαίρα.


Και εγώ κοιτούσα. Ήμουν σίγουρος ότι μέσα από τον λαμπερό αέρα το βλέμμα μου είχε φτάσει στον στόχο του. Κοιτούσα από απόσταση τριών τραπεζιών σαν να είχα βάλει τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι της. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι αισθανόταν, υπήρχαν αλλαγές μέσα της. Θα μπορούσε η καρδιά της να δώσει ένα ζεστό καταφύγιο στους καινούργιους πρόσφυγες που διασχίζουν το σύνορο που υπάρχει στην άκρη του λαιμού, ανάμεσα στην καρδιά της και τα μάτια της; Όταν ερωτεύεσαι μπορείς να βρεθείς στα σύνορα μιας ξένης χώρας, να κατεβαίνεις με ένα φουσκωτό στα καταγάλανα νερά μιας άγνωστης χώρας. Κρατώντας το φλιτζάνι του τσαγιού σφιχτά, μάλλον για να παραμείνω στη ζωή. Ο κόσμος είχε το σχήμα ενός ελλειπτικού τραπεζιού και από εκεί μπορούσε να χωρέσει σε ένα ποτήρι με φίνο τσάι. Αρκεί μόνο να γνωρίζουμε ότι τα μυρμήγκια που περιβάλλουν τις ψυχές μας, αν δεν τα φοβηθούμε, μπορούν να προκαλέσουν τουλάχιστον αναστάτωση.

Ανακατεύοντας τον καφέ της, τέντωσε τα πόδια της κάτω από το τραπέζι και άρχισε να με κοιτάζει κρυφά. Ίσως να είδε την αλλαγή των εποχών στην ψυχή μου, ένιωσα σαν να δημιουργούσα τη συγκίνηση της άνοιξης μέσα στον χειμώνα. Μετά από την παραπλανητική άνοιξη ο παγετός ήταν ο δολοφόνος των μπουμπουκιών. Αυτό που έζησα σε απόσταση τριών τραπεζιών ήταν σαν τη χαρά ενός λουλουδιού που προσπαθεί να ανθίσει μέσα στον χειμώνα και έριχνε με πείσμα καλοσύνη στα χέρια μου.

Μιλάει με τους φίλους της. Ανάμεσα στις προτάσεις, σαν κόμμα, ρίχνει το βλέμμα της. Το στόμα της είναι στο τραπέζι, και τα μάτια της είναι δίπλα μου. Κοιτούσα σιωπηλά, χωρίς να κάνω την παραμικρή κίνηση, χωρίς να βάζω σημεία στίξης.

Καθώς περνούσε η ώρα, το κόμμα εξαπλώθηκε στην άκρη των χειλιών της, σε ένα σημείο που έμοιαζε με ελιά, με ένα ερωτηματικό τοποθετημένο ανάμεσα στα μάτια και το πηγούνι. Το ερωτηματικό μεγάλωσε, έτσι ώστε να μην δίνει σημασία στους φίλους της και στο τραπέζι που κάθονταν.

Δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγαν στο τραπέζι, για τι γελούσαν. Ποια ήταν, το όνομά της, ποιες ταινίες προτιμούσε,ποια βιβλία διάβαζε, τι της άρεσε και τι όχι. Ποιος ήταν ο άνδρας δίπλα της με πηγούνι σαν κατσίκας και πρόσωπο αλεπούς; Δεν ήμουν αναστατωμένος, αλλά θα ήθελα τουλάχιστον το τσάι να βγει από το ποτήρι στην ώρα του για να μείνει το ίδιο. Τότε τα συναισθήματά μου εντάθηκαν, τα μυρμήγκια διασκορπίστηκαν στην ψυχή μου σαν να ήταν τσιμπούρια.

Σπρώχνοντας το φλιτζάνι με τον καφέ που το κρατούσε με τα κομψά της δάχτυλα και παίρνοντας μια πιο άνετη στάση είπε:

-Μπορώ να παραγγείλω ένα τσάι;

Στη φαντασία μου άρχισαν να γίνονται συσχετισμοί: πίνουμε το ίδιο ποτό, ζούμε τα ίδια συναισθήματα, μοιραζόμαστε τα ίδια προβλήματα. Τι ωραία που παρήγγειλε το τσάι. Οι άνθρωποι πρέπει να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον, να ερωτεύονται με γλυκό σκοπό, σιωπηλά, χωρίς βιασύνη και χωρίς να προκαλούν δυσφορία.

Τη στιγμή που έπινα το τσάι μπροστά της, βιαζόμουν, ήμουν έτοιμος να χρωματίσω τα όνειρά μου. Η συζήτηση με φίλους που καθοδηγούσα σε απόσταση τριών τραπεζιών δεν είχε σημασία, έχτισα τον δικό μου κόσμο, επινόησα τους χαρακτήρες του δικού μου κόσμου. Τους φανταζόμουν με αχνιστά φλιτζάνια τσάι στα χέρια τους και οι υπόλοιπες λεπτομέρειες ήταν απόλαυση.

 Όταν άρχισα να ενώνω τις εικόνες στο κεφάλι μου, η ιστορία άρχισε να γίνεται όμορφη, άρχισε να έχει νόημα, και τα χέρια και η καρδιά που καίγεται ήταν τα πιο σημαντικά. Πώς θα ήταν το πρώτο μας ραντεβού; Ποιος θα πει πρώτος «Γεια», ποιος θα κάνει τις λακκούβες στα μάγουλα να χαμογελάσουν; Κι αν φανταστώ το πρώτο μας φιλί, θα δημιουργούνταν ένα κύμα σιωπής, κρατώντας τις ανάσες μας με τα μάτια μας μισόκλειστα. Οι πρόσφυγες στις ψυχές μας , σε ποιες ακτές και σε ποια νησιά θα μπορέσουν να βρουν ένα ζεστό καταφύγιο; Όταν τα χείλη μας ενωθούν και οι αναπνοές μας ανακατευτούν, θα ταιριάξουμε; Τα μαλλιά και τα μάτια της βρίσκονταν σε αρμονία, η μύτη και τα χείλη της φαίνονταν να είναι τεντωμένα, ο λαιμός της διακριτικός ήταν σε διέγερση, μετατρέποντας τον γενετικό μου κώδικα σε μια αίσθηση ιδιοκτησίας. Αν είχαμε παιδιά σε ποιον θα έμοιαζαν, θα ήταν αγόρια ή κορίτσια. Πώς θα ήταν ο πρώτος μας καυγάς, πώς θα ξεπερνούσαμε τον πρώτο μας χωρισμό; Πολλά ερωτηματικά είχαν δημιουργηθεί στα όνειρά μου. Ίσως είχε κλείσει τα μάτια της κάνοντας τα όλα αυτά, ανεξάρτητα από το πού ήταν. Έβαλα το τσάι στα χέρια μου πάνω στο τραπέζι και ανέπνευσα τον κρύο αέρα. Όταν σήκωσα τα μάτια μου, βρισκόταν ακριβώς μπροστά μου.

Η απόσταση των τριών τραπεζιών εξαφανίστηκε, με πλησίασε απορρίπτοντας όλα τα ερωτηματικά. Στα μάτια και στα χείλη της υπήρχε η ηρεμία και το μυστήριο μιας λευκής σελίδας. Όλα τα σημεία στίξης, τα θαυμαστικά, τα κόμματα έχουν εξαφανιστεί, διαλύθηκαν στην ηρεμία της λευκής σελίδας.

-Γεια.

Άκουσα τη φωνή της να λέει αυτή τη γνώριμη λέξη στον κρύο αέρα που ζέσταινε την ψυχή μου.

-Γεια σου. Δεν με θυμάσαι;

Η έκπληξή μου διέλυσε την επίδραση του πρώτου μου χαιρετισμού, των ματιών και της ψυχής μου, σαν μια πρόσφατη ανάμνηση να έχει φτάσει στην μνήμη μου.

-Συγνώμη, δεν σε θυμάμαι.

Παρόλο που είχα μελετήσει προσεκτικά τις λεπτομέρειες, μέσα μου υπήρχε ένα βαθύ κενό χτισμένο λίγο νωρίτερα, που κατέρρευσε και εξαφανίστηκε με τα μυρμήγκια.

-Είμαι η Σινέμ.

-Χμμμ... η Σινέμ

-Με θυμήθηκες;

-Τι;

-Όταν με κοίταζες από μακριά, σκέφτηκα ότι με  αναγνώρισες.

Παγιδευμένος από την αδυναμία μου να την αναγνωρίσω, από αμηχανία, ένα τεράστιο τσιμπούρι κατέβηκε από την ψυχή μου.

-Θυμάσαι το πανεπιστήμιο στην Άγκυρα;

Τίποτα δεν έκανε κλικ στην μνήμη μου. Είμαι ενοχλημένος, οι εικόνες που σχετίζονται με αυτά τα χρόνια έχασαν τη σαφήνεια τους. Πρέπει να είναι συγκίνηση, όλα τα πρόσωπα έχουν σβηστεί, όλες οι λεπτομέρειες έχουν πέσει στο κενό. Πώς μπορώ να θυμηθώ τι έχτισα στα όνειρά μου, πώς μπορώ να μην κρατήσω τα στοιχεία στην μνήμη μου;

-Συγνώμη, δεν μπορώ να  θυμηθώ.

-Καλά...

Έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη της και κάθισε δίπλα μου.

-Περίμενε, θα σου δείξω φωτογραφίες από εκείνη την εποχή.

Ανάμεσα στα εκατοντάδες άλμπουμ, βρήκε ένα φάκελο με τίτλο «Τα  χρόνια στο Πανεπιστήμιο» και μου τις έδειξε.

-Κοίτα, είσαι εδώ, θυμάσαι;

Κοιτάζοντας τη φωτογραφία, πήγα σε αυτή την ημέρα και χάθηκα σε αυτή τη στιγμή. Ήταν μία από τις φωτογραφίες όταν μια ομάδα φίλων έβγαζε φωτογραφίες στην αυλή του Πανεπιστημίου.

-Θυμάσαι;

-Θυμάμαι.

Δεν θυμήθηκα την παλιά μου φίλη, και για μια ακόμα φορά ήταν κάποια άλλη που είχα χτίσει νωρίτερα στα όνειρά μου.

-Κοίτα, έχουμε κι άλλες φωτογραφίες.

Σε κάθε φωτογραφία υπήρχε απόσταση μεταξύ μας, και όπως θυμήθηκα εκείνα τα χρόνια είχαμε πρόβλημα επικοινωνίας. Όταν γύρισε τα μάτια της σε μένα, έδωσε ζωή στην καρδιά μου, ακόμα κι αν δεν μπορούσα ούτε να αντέξω τη φωνή της.

-Τώρα που θυμήθηκες ας δούμε τι κάνεις.

Έπρεπε να βελτιώσω τα άγρια ερωτήματα στο μυαλό μου. Τι έγινε όλα αυτά τα χρόνια; Τι αλλαγές φέρνει με τα χρόνια, η εξαφάνιση του ίδιου προσώπου στην καρδιά και στην ψυχή μας; Δημιουργεί κάτι αντίστοιχο με τομή στον χρόνο;

-Ποιους βλέπεις από την παρέα;

-Βλέπω τους περισσότερους από αυτούς.

Μεταμόρφωσα την μνήμη μου σε μια ανόητη τρύπα. Αυτό το κορίτσι δεν ήταν πολύ αγαπητό, κανείς δεν ήθελε να συζητάει μαζί της.

-Αναγνωρίζεις κάποιον;

Σε κάθε φωτογραφία ο Αχμέτ ήταν πιο κοντά μου. Αυτός κι εγώ τα πηγαίναμε καλά, γελούσαμε με αυτούς που ήταν δίπλα μας.

-Συναντούσα τον Αχμέτ, αλλά δεν τον έχω δει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Το τελευταίο που έμαθα είναι πως βρίσκεται στο εξωτερικό και δεν ξέρω το τηλέφωνό του.

-Ο Αχμέτ επέστρεψε από το εξωτερικό.

-Επέστρεψε;

Ήθελα να της πω ότι ο Αχμέτ δεν την συμπαθούσε καθόλου, ότι στην πραγματικότητα την μισούσε, αλλά δεν μπορούσα να είμαι τόσο αγενής σε κάποια που καθόταν στο τραπέζι μου. 

-Αν θυμάσαι ο Αχμέτ κι εγώ δεν μιλούσαμε την ίδια γλώσσα.

-Ναι, δεν καταλαβαίνατε ο ένας τον άλλον.

Λέγοντας ότι «Δεν καταλαβαίνατε ο ένας τον άλλον» το άφησα, γιατί αυτό ταίριαζε και σε μένα γιατί ούτε κι εμείς καταλαβαίναμε ο ένας τον άλλον.

-Ο Αχμέτ κι εγώ παντρευόμαστε.

-Πώς;

Το «πώς» δεν βγήκε μόνο από το στόμα μου, βγήκε από την μύτη μου, από τα αυτιά μου, και δημιούργησε την μελωδία μιας επιθετικής φράσης. Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο Αχμέτ με απέφευγε, απορρίπτοντας κάθε πρόταση μου να συναντηθούμε. Θα ήταν αμήχανος μπροστά μου. Θα παντρευόταν με κάποια για την οποία δεν λέγαμε καλά πράγματα, ίσως να ήθελε να τα ξεχάσει.

-Βρήκατε κοινή γλώσσα!

Το είπα σαν να τους κατηγορούσα.

-Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Συναντηθήκαμε εδώ πριν από δύο μήνες τυχαία.

-Χμμμ...

-Δεν με θυμήθηκε, του έδειξα τις φωτογραφίες. Μετά συζητήσαμε και να που φτάσαμε τώρα.

-Με το καλό.

Ανταλλάξαμε τους αριθμούς μας, είδαμε φωτογραφίες και πήγε στο τραπέζι της. Ήπια το τσάι που βρισκόταν μπροστά μου και σε κατάσταση αδυναμίας έστειλα τη φωνή μου στο τραπέζι της:

-Σινέμ, μπορείς να μου στείλεις αυτές τις φωτογραφίες;

-Όλες;

Σε όποια κατάσταση και όπου να είμαστε, δημιουργούμε τους εαυτούς μας. Κι αν αισθανθήκαμε ευγνωμοσύνη ή αντιμετωπίσαμε δυσκολίες στο παρελθόν, η ουσία αυτών που κάναμε δεν είναι πίστωση ούτε χρέωση, αλλά η ουσία εμφανίζεται μπροστά μας σαν ένα τεφτέρι με λογαριασμούς, τόσο απλό.

Θα είμαστε εκείνοι οι άνθρωποι που φωτογραφηθήκαμε στην αυλή του Πανεπιστημίου.

Δεν έχει σημασία πού είμαστε.

"THE SAME FACE"

It does not matter where she was. The looks almost blew my eyes, piercing my heart with arrows. Looks that sank silently into my soul, causing chills there, shaking my stomach to my heart, adding life to my heart more than ever. Embracing the thin waist of the teacup, I was trying to warm the cold air. In fact, neither the tea nor the mist that perched on my lips had any meaning. There was enough view from the other table, pointing an arrow in my heart, warming me inside. There is a cup of coffee in your hands. The barrels of her eyes, causing an excitement she did not suspect, gave birth to looks, with the intention of firing a bullet.
And I was watching. I'm sure my eyes reached the goal in the bright air. At a distance of three tables, I stared, as if I had placed my hands on her table. I could not understand what she felt, there were changes in her inner map. Between the eyes and the heart there was a border at the height of the neck, would it give a warm refuge to the new refugees in the heart? When you fall in love, you can be at the border gate of a foreign country, descending from an inflatable boat, into the blue waters of an unknown country.
Holding the teacup tightly, I probably clung to life. The world has an elliptical table shape, and from there it is possible to fit into a cup of fine wafer tea. It is enough to know that the ants that surround our souls, if they do not frighten, will at least cause anxiety.
Stretching her knees under the table, moving her coffee, she began to look at me in secret. Maybe she saw the change of seasons in my soul, I felt as if I was creating the thrill of spring during my winter season. After the misleading spring, the frozen frost was a killer of the emerging flowers. The moment I experienced at a distance of three tables was like the joy of a flower trying to get out of the seedling, stubbornly pouring kindness into my hands during the winter months.
She talks with friends. Between the phrases, like a comma, it inserts her looks. Her mouth is on the table, and her eyes are beside me. I looked silently, without making a small movement, without putting punctuation.
Over time, the comma spread along the edge of her lips at a point that resembles a mole, with a question mark inserted between her eyes and her chin. The question mark grew, putting her face to the point of not noticing her comrades and the table she was sitting on.
I just could not understand what they said at the table, what they were laughing about. Who she was, her name, the movies she was watching, the books she read, and they would like it or not. The man at her side, with the goat's chin and the fox's face, who was he? I'm not worried, but at least I wanted the tea to come out of the glass in time to keep it the same. In the course, my emotions spread, the ants dispersed in my soul as if they were ticks.

Removing the cup of coffee, touching it with elegant fingers and adopting a more comfortable posture, she said: "Can I order tea?" In my imagination, associations emerged: we drink the same thing, we experience the same emotions, we share the same problems. How beautiful she ordered the tea. People have to know each other, fall in love with sweet purpose, in silence, without haste and without causing indigestion.
The moment I drank the tea before her, I rushed, I was about to color my dreams. The conversation with friends that I was leading at a distance of three tables did not matter, I built my own world, I invented the characters of my own world. I imagined them with steaming tea cups and the other details were a pleasure.

When I began to unite the images in my head, the story began to become beautiful, to make sense, and the hands and the burning heart were the most important. What will be our first date? Who is the first to say "Hello", who will make the dimples in the cheeks smile? If I imagined our first kiss, it would create a wave of silence, holding our breath when our eyes are half closed. The refugees in our souls, on what shores and what islands could be lowered, would we give them a warm refuge? When our lips touch when the air of our breathing mixes, will they merge together? Her hair and eyes were in harmony, her nose and lips seemed to be stretched, her neck discreet, it was stimulating, turning my genetic code into a sense of ownership. If we had children who they would look like, be it a boy or a girl. How would our first fight happen, how would we survive our first separation? Many questions created my new tea dreams. Maybe she had closed her eyes while doing all that, regardless of where she was. I put the tea in my hand on the table, inhaling the cold air and returning it. When I looked up, she was right in the center in front of me.

The distance of the three tables disappeared, she approached me, rejecting the question marks,. In her eyes and lips there was calm and the mystery of a new page.
All punctuation marks, exclamations and commas have disappeared, dissolved in the calm of a blank page, as in the skin.
-Hello.
Listen to her voice, confront a familiar word in the cold air that warmed my soul.
-Hello. Do not you recognize me?
My surprise dissipated the effect of my first greeting, eyes and soul, as if a recent memory had reached my memory.
-I'm sorry, I did not recognize you.
Even though I had carefully studied the details, in me there was a deep void built a little earlier, that collapsed and disappeared with the ants.

I'm Sinem.
-Hmmm ... Sinem.
Did not you recognize me? "
- What !! ...
-When you looked from afar, I thought you recognized me.
Caught in the inability to recognize her , out of embarrassment, a huge tick descended from my soul.
- Do not you remember the university, from Ankara?
In my memory nothing "clicked", I got irritated, the images associated with those years lost their clarity. It must be emotion, all faces are erased, all details fall into emptiness. How can I remember what I built in my dreams, how can I not keep the details in my memory?
-Excuse me, I cannot remember.
-Oh well...
She pulled the phone out of her pocket and she sat next to me.
-Wait, I'll show you some pictures from that time.
Among the hundreds of albums, she found a folder named "University Years", which moved me.
-Look, you're here, do not you remember?
Looking at the picture, I went to this day and I got lost at this moment. This was one of the images when a group of friends took pictures in the school garden.
-Do you remember?
-I remember.
I just did not remember my old friend, and once again there was someone I had built earlier in my dreams.
- Look, we have more pictures.
In all the images there was a distance between us and, as I recall, during those years we had a problem with communication. When she turned her eyes, added life to my heart, even though I could not even stand her voice.
-Now that you remember, let's see what you do.

I had to improve the wild questions in my head. How do things happen over the years? What changes with the years, the equivalent of the fall of the same person in our soul, in our heart; creates a cut in time?
-What do you see, the team?
-I see most of them.
I turned my memory into a silly hole. This girl was not very dear, nobody liked her conversations.
- Do not you know anyone?
In all the photographs, Ahmet was closer to me. He and I got along well, laughing at the guys who were next to us.
-I met Ahmet, but I have not seen him in a long time. The latest information, he was abroad and I do not know his number.
-Ahmet returned from abroad.
-He came back?
I wanted to tell her that Ahmet does not love her at all, he even hates her, but I did not do this rudeness to someone who is a guest at my table.
-If you remember, Ahmet and I did not have a common language.
-Yes, you did not understand.
By saying "you did not understand" I left, because "you did not understand" also referred to me, "we did not understand".
-Ahmet and I are getting married.

How ?
The "how" did not just come out of my mouth, it came out of my nose, from my ears, and created the melody of an offensive phrase. I now understand why Ahmet ran away from me, deflecting the proposals to find us. He would be embarrassed in front of me, he would marry someone we talked to, and maybe he wanted to forget her.
- You have not found a common language!
I told her, throwing the accusation in his face.
-Many things have changed now, two months ago we met here by chance.
-Hmm ...
I did not remember, I opened the images and showed him.
-Then we talk and that's where we arrived.
-Good luck.
We exchange our phone numbers, we take pictures from our tables. I drank the cup of tea that was in front of me, in a state of impotence I directed my voice to her table:
-Sinem, can you send me these pictures?
-All of them?
Wherever and where we are, we create ourselves. And if we appreciate or struggle in the past, the essence of this work is not a credit or a debit, but appears before us in the simplicity of a grocery book.
- We are going to be those people that we photograph in the garden of the school.
It does not matter where they are.
(Thanks to Engin akyurek benim askim Guzel gozleriyle for English translation)  

2 σχόλια:

Συνολικές προβολές σελίδας