Διαχρονικό
Ο χρόνος είναι ο καλύτερος συγγραφέας.
Γράφει πάντα το τέλειο τέλος.
Τα Φώτα της Ράμπας (Limelight)
1952 - Δραματική ταινία
Έχουν περάσει μία ώρα και δεκατρία λεπτά από τότε που συναντηθήκαμε.
Πώς το ξέρω; Δεν είχα ζήσει ποτέ μια στιγμή στην οποία να είμαι απόλυτα παρών χωρίς να σκέφτομαι τον χρόνο. Έπρεπε να κοιτάξω την οθόνη του τηλεφώνου μου για να μπορέσω να κατανοήσω αυτά που ένιωθα. Ερωτεύτηκα; Ή ήταν το άγνωστο κάποιας που μόλις γνώρισα και με προσκαλούσε σε ένα ταξίδι;
Ήταν σαν να βρισκόμουν στην άκρη ενός γκρεμού από τον οποίο θα μπορούσα να πέσω με ένα μόνο λάθος βήμα. Μια χημική ουσία που ονομάζεται αδρεναλίνη είχε τον πλήρη έλεγχο του σώματος μου. Και μια ψυχή που δεν είχα ξαναδεί ποτέ κυρίευσε την καρδιά και τη φωνή μου.
Είχα την απλούστερη εμπειρία να συναντήσω κάποια σε ένα καφέ στην οδό Bagdat (1).
Δεν υπήρχαν συμπτώσεις με νόημα που να συνδέουν τόπους και χρόνους. Υπήρχε ένα βάθος σε αυτή την απλότητα, και μέσα σ’ αυτό το βάθος, ένας τύπος σχέσης που επιπλέει σε ρηχά νερά.
Έχοντας τον αέρα στην πλάτη της, καθόταν ήρεμα στο τραπέζι ακριβώς απέναντι μου. Έπινε τον καφέ της και διάβαζε το βιβλίο της χωρίς να την νοιάζει για τα μαλλιά της που τα έπαιρνε ο αέρας. Στην αρχή, είχε τραβήξει την προσοχή μου το εξώφυλλο του βιβλίου της. Όταν σήκωσε το κεφάλι της από το βιβλίο της, είδα το ζεστό της πρόσωπο, τα βαθιά μάτια της και τη φωνή της που ήταν πιο ζεστή από το πρόσωπο της. Ήξερε ότι ήταν όμορφη. Η έκφραση στα μάτια της συνέδεε την ψυχή της με τον έξω κόσμο. Όταν σήκωσε το κεφάλι της από το βιβλίο της, το πρόσωπό της χαιρετούσε τον άνεμο, εμένα και τα άλλα τραπέζια. Είχε ένα πολύ ζεστό χαμόγελο στο πρόσωπό της.
Κράτησε με χάρη το βιβλίο ανάμεσα στις παλάμες της, σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε.
«Υποθέτω ότι ενδιαφέρεστε για το βιβλίο, σωστά;» Ήξερε ότι την κοίταζα και ότι την έτρωγα με τα μάτια μου, χρησιμοποιώντας το βιβλίο σαν δικαιολογία.
« Ναι, το εξώφυλλο του βιβλίου είναι πολύ όμορφο. Δεν έχω ακούσει ποτέ το όνομα του συγγραφέα.»
Με ενοχλούσε που δεν ήξερα τίποτα για τον συγγραφέα. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τα πιο γνωστά βιβλία του συγγραφέα,και αυτό να ήταν μια αρχή για συζήτηση.
«Μου αρέσει ο Taylor Harris.»
Θα μου άρεσε κι εμένα. Έκανα μια μικρή έρευνα με το κινητό μου κρύβοντας το κάτω από το τραπέζι, προσπαθώντας να πάρω περισσότερες πληροφορίες για τον συγγραφέα χωρίς να κοιτάω το πρόσωπο της, σαν να έκανα κάτι μυστικό.
«Θα το πάρω αν προτείνετε τον συγγραφέα.»
«Ναι σας το συνιστώ. Αγαπώ ιδιαίτερα αυτό το βιβλίο.»
« Είναι μυθιστόρημα;»
« Ναι είναι μυθιστόρημα...»
Ένα μυθιστόρημα του Taylor Harris με τίτλο «Διαχρονικό», που γράφτηκε το 1997, μας έκανε να συναντηθούμε. Το εξώφυλλο του βιβλίου ήταν πιο ενδιαφέρον από τον τίτλο, και μου είχε εξηγήσει τη διαχρονικότητα τόσο καλά που αν το είχα δει νωρίτερα θα αγόραζα και θα διάβαζα σίγουρα το βιβλίο.
Φαινόταν ότι ήταν παλιά έκδοση από τις κιτρινισμένες σελίδες και το χρώμα του εξωφύλλου του που ήταν ποτισμένο από τον χρόνο.
«Είναι παλιά έκδοση;»
«Εκδόθηκε το 1997. Το αγόρασα σε ένα βιβλιοπωλείο με μεταχειρισμένα βιβλία πριν από μερικά χρόνια. Μπορώ να πω ότι είναι το βιβλίο που υπάρχει πάντα δίπλα μου στο κρεββάτι.» Αναρωτιόμουν τι να έλεγε το βιβλίο. Ήθελα να κοιμηθώ όπως ο ήρωας μιας ιστορίας και να βάλω το κεφάλι μου δίπλα στο βιβλίο του κοριτσιού. Μια καθαρή ψυχή, μια ζέστη σιωπή και μια τεράστια καρδιά που έφτανε για όλη την ανθρωπότητα... Ήταν σαν να ήταν όλα συγκεντρωμένα στο σώμα της. Η εσωτερική της ομορφιά φαινόταν να έβγαινε από την ψυχή της χωρίς προσπάθεια.
«Ορίστε, πάρτε το αν θέλετε να ρίξετε μια ματιά.»
Το βιβλίο που μου έδωσε έγινε μια μαγική σφαίρα . Δεν μπορούσα να χάσω αυτή την ευκαιρία. Τα πόδια μου κινήθηκαν γρηγορότερα από το μυαλό μου, κι ακόμα πιο γρήγορα από τα συναισθήματα μου και με έφεραν πιο κοντά στο τραπέζι που καθόταν. Υπήρχε μια ελεύθερη καρέκλα δίπλα της για να καθίσω. Ανυπόμονος σαν να διεκδικούσα κάτι, προσποιήθηκα ότι κοίταζα το εξώφυλλο του βιβλίου.
«Θέλετε να καθίσετε;»
«Ευχαριστώ.»
Τα πόδια μου που με έφεραν στο τραπέζι της είχαν βυθίσει το σώμα μου στην καρέκλα. Άπλωσε το χέρι της που ήταν τόσο ζεστό όσο το πρόσωπο της:
«Το όνομα μου είναι Ebru.»
« Μπερδεύω πάντα τα ονόματα, μην με παρεξηγήσετε αν σας αποκαλέσω Burcu.» Τι γελοία φράση φράση για να ξεκινήσει κάποιος !
«Burcu;»
«Δεν είναι ένα όνομα κρυμμένο στο υποσυνείδητο μου. Εάν το όνομα σας ήταν Burcu, είναι πολύ πιθανό να σας αποκαλούσα Ebru.»
« Ενδιαφέρον....»
«Στην πραγματικότητα είναι ένα παιχνίδι που παίζει το μυαλό μου...»
Ένα χαμόγελο είχε εμφανιστεί στα λακκάκια της. Ήταν ένα σημάδι ότι μπορούσαμε να συζητήσουμε.
«Θα θέλατε να πιείτε κάτι;»
«Βέβαια, ένα τσάι.»
Είχαν περάσει δέκα λεπτά και είκοσι πέντε δευτερόλεπτα από την ώρα που συναντηθήκαμε. Τα χείλη μας έκαναν την ωραιότερη συνομιλία στη γη. Είχα παραδοθεί σαν να ήμουν στο ίδιο τραπέζι μαζί της για χρόνια. Αν και ο άνεμος δεν φυσούσε στα μαλλιά μου, τον ένιωθα να φυσάει στην καρδιά μου. Ζούσα τη στιγμή σαν να βρισκόμουν σε ένα λόφο, στην άκρη ενός γκρεμού με τον άνεμο να χαϊδεύει το πρόσωπο μου. Αλλά δεν υπήρχε, ούτε λόφος ούτε γκρεμός τώρα. Υπήρχε ένα τραπέζι, μια ζέστη ψυχή και μια πρωτόγονη συνομιλία.
Έπινα το τσάι μου. Αν και είχα το τηλέφωνο μου στο αθόρυβο, χτύπησε οδυνηρά. Είχα ερωτευτεί πριν από πέντε λεπτά, αλλά ήμουν ακόμα επισκέπτης στο τραπέζι. Έπιασα απαλά το τηλέφωνο μου και πήγα έξω από το καφέ. Όταν μιλούσα στο τηλέφωνο ένιωθα γυμνός. Οι προτάσεις που έβγαιναν από το στόμα μου έκαναν την ψυχή μου να φαίνεται άσχημη σε σύγκριση με τις ονειρικές προτάσεις που χρησιμοποίησα στο τραπέζι. Δεν ήθελα να με δει έτσι. Ήμουν ο αντί-ήρωας μιας τηλεφωνικής συνομιλίας γεμάτης με προτάσεις χωρίς νόημα και άλυτα προβλήματα. Χρειάστηκα ένα ισχυρό ρήμα για να επιστρέψω στο τραπέζι.
«Τα λέμε αργότερα. Πρέπει να κλείσω.»
«Πότε; Πες μου. Πάντα κάνεις το ίδιο!»
Οι προτάσεις μου αντικατόπτριζαν την ανησυχία μιας σχέσης που δεν γνώριζε ότι είχε ήδη τελειώσει.
«Τα λέμε αργότερα...»
Με τον ενθουσιασμό που είχα επειδή μπορούσα να επιστρέψω στο τραπέζι, έκλεισα το τηλέφωνο μου και μπήκα στο καφέ. Δεν ήταν στο τραπέζι.Το μυθιστόρημα ήταν εκεί, δίπλα στο τσάι που έπινα. Πλησίασα το τραπέζι κοιτάζοντας προς τις τουαλέτες προσπαθώντας να καταλάβω πού ήταν. Είχαν περάσει δεκαπέντε λεπτά και σαράντα πέντε δευτερόλεπτα. Κοίταξα γύρω γύρω στο καφέ. Είχε πάρει την τσάντα της και είχε φύγει. Ίσως να συνέβη κάτι και να έπρεπε να φύγει. Ένα τσάι, ένα μυθιστόρημα με τον τίτλο «διαχρονικό» κι εγώ,την περιμέναμε.
Είχαν περάσει τρεις ώρες και δώδεκα λεπτά από τότε που συναντηθήκαμε. Την είχα χάσει. Η ύπαρξη της διαπέρασε τα όνειρα μου, τα λόγια μου και την αναπνοή μου. Πήγαινα στο ίδιο καφέ κάθε μέρα και καθόμουν στο ίδιο τραπέζι με την ελπίδα να της δώσω το βιβλίο και προσπαθώντας να συμπεράνω κάτι για την κατάσταση μου μέσα από τις σελίδες του βιβλίου.Τώρα ήμουν εγώ ο οικοδεσπότης, στη γωνιά που ήμουν καλεσμένος.
Ενώ διάβαζα τις σελίδες που μου άρεσαν περισσότερο, ένας ψίθυρος άφησε μια ζεστασιά στο αυτί μου και μετά στην ψυχή μου.
«Γεια.»
Ήταν η φωνή της. Η ύπαρξη της, σαν ένα σύννεφο φωνής, είχε πέσει στο τραπέζι μου. Υποθέτω ότι ήταν αυτό που έλειπε.
«Γεια.»
Απάντησα σιωπηλά στη φωνή που είχε διαπεράσει την ψυχή μου.
«Γεια.»
«Μην ανησυχείς, δεν είσαι τρελός ούτε ονειρεύεσαι.»
Μιλούσα στον εαυτό μου και μάλλον έμοιαζε με τρελό. Ψιθύρισα την πρώτη ερώτηση που μου ήρθε:
«Γιατί έφυγες;»
«Δεν έφυγα. Εσύ με έκανες να φύγω.»
«Πώς;»
«Είμαι η ηρωίδα της ιστορίας που έγραψες.»
«Δεν καταλαβαίνω.»
«Η ιστορία που έγραψες δεν είχε τέλος και ήθελες να γράψεις το τέλος και με έδιωξες.»
«Μου έλειψες.»
«Με έδιωξες από το καφέ για να σου λείψω;»
«Μπορούμε να αρχίσουμε πάλι;»
«Βέβαια.»
«Θέλεις να αλλάξω τον τίτλο του βιβλίου;»
«Εσύ είσαι ο συγγραφέας.»
«Ας αρχίσουμε.»
«Γεια, το όνομα μου είναι Burcu.»
Πήρα μια νέα σελίδα και έγραψα μια εισαγωγική φράση:
Είχαν περάσει δέκα λεπτά από τότε που συναντηθήκαμε .
(1) Ένας από τους πιο δημοφιλείς δρόμους στην ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης.
ευχαριστουμε πολυ πολυ !!
ΑπάντησηΔιαγραφή