Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Kafasina Gore Τεύχος 28: Διαχρονικό.


 Διαχρονικό

Ο χρόνος είναι ο καλύτερος συγγραφέας.

Γράφει πάντα το τέλειο τέλος.

Τα Φώτα της Ράμπας (Limelight)

1952 - Δραματική ταινία

 Έχουν περάσει μία ώρα και δεκατρία λεπτά από τότε που συναντηθήκαμε.

Πώς το ξέρω; Δεν είχα ζήσει ποτέ μια στιγμή στην οποία να είμαι απόλυτα παρών χωρίς να σκέφτομαι τον χρόνο. Έπρεπε να κοιτάξω την οθόνη του τηλεφώνου μου για να μπορέσω να κατανοήσω αυτά που ένιωθα. Ερωτεύτηκα; Ή ήταν το άγνωστο κάποιας που μόλις γνώρισα και με προσκαλούσε σε ένα ταξίδι; 

Ήταν σαν να βρισκόμουν στην άκρη ενός γκρεμού από τον οποίο θα μπορούσα να πέσω με ένα μόνο λάθος βήμα. Μια χημική ουσία που ονομάζεται αδρεναλίνη είχε τον πλήρη έλεγχο του σώματος μου. Και μια ψυχή που δεν είχα ξαναδεί ποτέ κυρίευσε την καρδιά και τη φωνή μου.

Είχα την απλούστερη εμπειρία να συναντήσω κάποια σε ένα καφέ στην οδό Bagdat (1).

Δεν υπήρχαν συμπτώσεις με νόημα που να συνδέουν τόπους και χρόνους. Υπήρχε ένα βάθος σε αυτή την απλότητα, και μέσα σ’ αυτό το βάθος, ένας τύπος σχέσης που επιπλέει σε ρηχά νερά.

Έχοντας τον αέρα στην πλάτη της, καθόταν ήρεμα στο τραπέζι ακριβώς απέναντι μου. Έπινε τον καφέ της και διάβαζε το βιβλίο της χωρίς να την νοιάζει για τα μαλλιά της  που τα έπαιρνε ο αέρας. Στην αρχή, είχε τραβήξει την προσοχή μου το εξώφυλλο του βιβλίου της. Όταν σήκωσε το κεφάλι της από το βιβλίο της, είδα το ζεστό της πρόσωπο, τα βαθιά μάτια της και τη φωνή της που ήταν πιο ζεστή από το πρόσωπο της. Ήξερε ότι ήταν όμορφη. Η έκφραση στα μάτια της συνέδεε την ψυχή της με τον έξω κόσμο. Όταν σήκωσε το κεφάλι της από το βιβλίο της, το πρόσωπό της χαιρετούσε τον άνεμο, εμένα και τα άλλα τραπέζια. Είχε ένα πολύ ζεστό χαμόγελο στο πρόσωπό της.

Κράτησε με χάρη το βιβλίο ανάμεσα στις παλάμες της, σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε.

«Υποθέτω ότι ενδιαφέρεστε για το βιβλίο, σωστά;» Ήξερε ότι την κοίταζα και ότι την έτρωγα με τα μάτια μου, χρησιμοποιώντας το βιβλίο σαν δικαιολογία.

 « Ναι, το εξώφυλλο του βιβλίου είναι πολύ όμορφο. Δεν έχω ακούσει ποτέ το όνομα του συγγραφέα.»

Με ενοχλούσε που δεν ήξερα τίποτα για τον συγγραφέα. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τα πιο γνωστά βιβλία του συγγραφέα,και αυτό να ήταν μια αρχή για συζήτηση.  

«Μου αρέσει ο Taylor Harris.»

Θα μου άρεσε κι εμένα. Έκανα μια μικρή έρευνα με το κινητό μου κρύβοντας το κάτω από το τραπέζι, προσπαθώντας να πάρω περισσότερες πληροφορίες για τον συγγραφέα χωρίς να  κοιτάω το πρόσωπο της, σαν να έκανα κάτι μυστικό. 

«Θα το πάρω αν προτείνετε τον συγγραφέα.»

«Ναι σας το συνιστώ. Αγαπώ ιδιαίτερα αυτό το βιβλίο.»

« Είναι μυθιστόρημα;»

« Ναι είναι μυθιστόρημα...»

Ένα μυθιστόρημα του Taylor Harris με τίτλο «Διαχρονικό», που γράφτηκε το 1997, μας έκανε να συναντηθούμε. Το εξώφυλλο του βιβλίου ήταν πιο ενδιαφέρον από τον τίτλο, και  μου είχε εξηγήσει τη διαχρονικότητα τόσο καλά που αν το είχα δει νωρίτερα θα αγόραζα και θα διάβαζα σίγουρα το βιβλίο.  

Φαινόταν ότι ήταν παλιά έκδοση από τις κιτρινισμένες σελίδες και το χρώμα του εξωφύλλου του που ήταν ποτισμένο από τον χρόνο. 

«Είναι παλιά έκδοση;»

«Εκδόθηκε το 1997. Το αγόρασα σε ένα βιβλιοπωλείο με μεταχειρισμένα βιβλία πριν από μερικά χρόνια. Μπορώ να πω ότι είναι το βιβλίο που υπάρχει πάντα δίπλα μου στο κρεββάτι.» Αναρωτιόμουν τι να έλεγε το βιβλίο. Ήθελα να κοιμηθώ όπως ο ήρωας μιας ιστορίας και να βάλω το κεφάλι μου δίπλα στο βιβλίο του κοριτσιού. Μια καθαρή ψυχή, μια ζέστη σιωπή και μια τεράστια καρδιά που έφτανε για όλη την ανθρωπότητα... Ήταν σαν να ήταν όλα συγκεντρωμένα στο σώμα της. Η εσωτερική της ομορφιά φαινόταν να έβγαινε από την ψυχή της χωρίς προσπάθεια. 

«Ορίστε, πάρτε το  αν θέλετε να ρίξετε μια ματιά.»

Το βιβλίο που μου έδωσε έγινε μια μαγική σφαίρα . Δεν μπορούσα να χάσω αυτή την ευκαιρία. Τα πόδια μου κινήθηκαν γρηγορότερα από το μυαλό μου, κι ακόμα πιο γρήγορα από τα συναισθήματα μου και με έφεραν πιο κοντά στο τραπέζι που καθόταν. Υπήρχε μια ελεύθερη καρέκλα δίπλα της για να καθίσω. Ανυπόμονος σαν να διεκδικούσα κάτι, προσποιήθηκα ότι κοίταζα το εξώφυλλο του βιβλίου.

«Θέλετε να καθίσετε;»

«Ευχαριστώ.» 

Τα πόδια μου που με έφεραν στο τραπέζι της είχαν βυθίσει το σώμα μου στην καρέκλα. Άπλωσε το χέρι της που ήταν τόσο ζεστό όσο το πρόσωπο της:

«Το όνομα μου είναι Ebru.» 

« Μπερδεύω πάντα τα ονόματα, μην με παρεξηγήσετε αν σας αποκαλέσω Burcu.» Τι γελοία φράση φράση για να ξεκινήσει κάποιος ! 

«Burcu;»

«Δεν είναι ένα όνομα κρυμμένο στο υποσυνείδητο μου. Εάν το όνομα σας ήταν Burcu, είναι πολύ πιθανό να σας αποκαλούσα Ebru.»

« Ενδιαφέρον....»

«Στην πραγματικότητα είναι ένα παιχνίδι που παίζει το μυαλό μου...»

Ένα χαμόγελο είχε εμφανιστεί στα λακκάκια της. Ήταν ένα σημάδι ότι μπορούσαμε να συζητήσουμε.

«Θα θέλατε να πιείτε κάτι;»

«Βέβαια, ένα τσάι.»

Είχαν περάσει δέκα λεπτά και είκοσι πέντε δευτερόλεπτα από την ώρα που συναντηθήκαμε. Τα χείλη μας έκαναν την ωραιότερη συνομιλία στη γη. Είχα παραδοθεί σαν να ήμουν στο ίδιο τραπέζι μαζί της για χρόνια. Αν και ο άνεμος δεν φυσούσε στα μαλλιά μου, τον ένιωθα να φυσάει στην καρδιά μου. Ζούσα τη στιγμή σαν να βρισκόμουν σε ένα λόφο, στην άκρη ενός γκρεμού με τον άνεμο να χαϊδεύει το πρόσωπο μου. Αλλά δεν υπήρχε, ούτε λόφος ούτε γκρεμός τώρα. Υπήρχε ένα τραπέζι, μια ζέστη ψυχή και μια πρωτόγονη συνομιλία.

Έπινα το τσάι μου. Αν και είχα το τηλέφωνο μου στο αθόρυβο, χτύπησε οδυνηρά. Είχα ερωτευτεί πριν από πέντε λεπτά, αλλά ήμουν ακόμα επισκέπτης στο τραπέζι. Έπιασα απαλά το τηλέφωνο μου και πήγα έξω από το καφέ. Όταν μιλούσα στο τηλέφωνο ένιωθα γυμνός. Οι προτάσεις που έβγαιναν από το στόμα μου έκαναν την ψυχή μου να φαίνεται άσχημη σε σύγκριση με τις ονειρικές προτάσεις που χρησιμοποίησα στο τραπέζι. Δεν ήθελα να με δει έτσι. Ήμουν ο αντί-ήρωας μιας τηλεφωνικής συνομιλίας γεμάτης με προτάσεις χωρίς νόημα και άλυτα προβλήματα. Χρειάστηκα ένα ισχυρό ρήμα για να επιστρέψω στο τραπέζι.

«Τα λέμε αργότερα. Πρέπει να κλείσω.»

«Πότε; Πες μου. Πάντα κάνεις το ίδιο!»

Οι προτάσεις μου αντικατόπτριζαν την ανησυχία μιας σχέσης που δεν γνώριζε ότι είχε ήδη τελειώσει. 

«Τα λέμε αργότερα...»

Με τον ενθουσιασμό που είχα επειδή μπορούσα να επιστρέψω στο τραπέζι, έκλεισα το τηλέφωνο μου και μπήκα στο καφέ. Δεν ήταν στο τραπέζι.Το μυθιστόρημα ήταν εκεί, δίπλα στο τσάι που έπινα. Πλησίασα το τραπέζι κοιτάζοντας προς τις τουαλέτες προσπαθώντας να καταλάβω πού ήταν. Είχαν περάσει δεκαπέντε λεπτά και σαράντα πέντε δευτερόλεπτα. Κοίταξα γύρω γύρω στο καφέ. Είχε πάρει την τσάντα της και είχε φύγει. Ίσως να συνέβη κάτι και να έπρεπε να φύγει. Ένα τσάι, ένα μυθιστόρημα με τον τίτλο «διαχρονικό» κι εγώ,την περιμέναμε. 

Είχαν περάσει τρεις ώρες και δώδεκα λεπτά από τότε που συναντηθήκαμε. Την είχα χάσει. Η ύπαρξη της διαπέρασε τα όνειρα μου, τα λόγια μου και την αναπνοή μου. Πήγαινα στο ίδιο καφέ κάθε μέρα και καθόμουν στο ίδιο τραπέζι με την ελπίδα να της δώσω το βιβλίο και προσπαθώντας να συμπεράνω κάτι για την κατάσταση μου μέσα από τις σελίδες του βιβλίου.Τώρα ήμουν εγώ ο οικοδεσπότης, στη γωνιά που ήμουν καλεσμένος.

 Ενώ διάβαζα τις σελίδες που μου άρεσαν περισσότερο, ένας ψίθυρος άφησε μια ζεστασιά στο αυτί μου και μετά στην ψυχή μου.

«Γεια.»

Ήταν η φωνή της. Η ύπαρξη της, σαν ένα σύννεφο φωνής, είχε πέσει στο τραπέζι μου. Υποθέτω ότι ήταν αυτό που έλειπε. 

«Γεια.»

Απάντησα σιωπηλά στη φωνή που είχε διαπεράσει την ψυχή μου.

«Γεια.»

«Μην ανησυχείς, δεν είσαι τρελός ούτε ονειρεύεσαι.»

Μιλούσα στον εαυτό μου και μάλλον έμοιαζε με τρελό. Ψιθύρισα την πρώτη ερώτηση που μου ήρθε:

 «Γιατί έφυγες;»

«Δεν έφυγα. Εσύ με έκανες να φύγω.»

«Πώς;»

«Είμαι η ηρωίδα της ιστορίας που έγραψες.»

«Δεν καταλαβαίνω.»

«Η ιστορία που έγραψες δεν είχε τέλος και ήθελες να γράψεις το τέλος και με έδιωξες.» 

 «Μου έλειψες.»

«Με έδιωξες από το καφέ για να σου λείψω;»

«Μπορούμε να αρχίσουμε πάλι;» 

«Βέβαια.»

«Θέλεις να αλλάξω τον τίτλο του βιβλίου;» 

«Εσύ είσαι ο συγγραφέας.»

«Ας αρχίσουμε.»   

«Γεια, το όνομα μου είναι Burcu.»

Πήρα μια νέα σελίδα και έγραψα μια εισαγωγική φράση:

 Είχαν περάσει δέκα λεπτά από τότε που συναντηθήκαμε .

(1) Ένας από τους πιο δημοφιλείς δρόμους στην ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης.


English
Timeless
By Engin Akyurek
[Translated by Engin Akyurek Universal Fans Club]
Time is the best author.
It always writes the perfect ending.
Limelight (1952)

It had been 1 hour 13 minutes since we met.
How do I know? I had never lived a moment that I was completely present without thinking about time. I had needed to look at my phone’s screen to be able to digest what I felt. Was I falling in love? Or was the unknown of a newly met person inviting me to a voyage?

I was as if I were on the edge of a cliff from which I could fall with a single false step. A chemical intact named adrenalin was in full control of my body. Another soul that I had never felt before had possessed my heart and voice.

I had the simplest experience of meeting someone at a café in the Bagdat Street (1).

There weren’t any meaningful coincidences that connected times with venues. There was a depth in that simplicity, and within that depth, a type of a relationship floating in shallow waters.

Getting the wind behind her back, she was calmly sitting at the table right across me. She was drinking her coffee and reading her book without minding her hair blowing in the wind. First, the cover of her book had gotten my attention. When she raised her head from her book, I had met her warm face, deep eyes, and her voice which was warmer than her face. She knew that she was beautiful. The expression in her eyes was connecting her soul with the outside world. When she raised her head from her book, her face was greeting the wind, me, and the other tables. She had a very warm smile on her face.
She had exquisitely taken the book between her palms, raised her head and looked at me.

“I guess you are interested in the book, right?”

 She knew that I was looking at her and following her with my eyes, using the book as an excuse.

“Yes, its cover is very nice. I’ve never heard the writer’s name before”

I was annoyed that I didn’t know anything about the author. We could have talked about the most loved books of the writer and this could have been the beginning of our conversation.

“I love Taylor Harris.”

I would have loved it, too. I had made a little research from my phone, hiding it under the table, and tried to get more information about the author without looking at her as if I was doing something secret.

“I will get it if you recommend the author.”

“Yes, I do. I especially love this book.”

“Is it a novel?”

“It is a novel…”

The novel “Timeless” that Taylor Harris wrote in 1997 had made us meet. The book’s cover which was more interesting than its name had explained the timelessness so well that I would have definitely bought and read the book if I saw it before.
Its yellowed pages and the color of its cover permeated with life showed that it was an old edition.

“Is it an old edition?”

“It was printed in 1997. I had bought it from a second-hand bookstore years ago. I can say that it’s my bedside book.” 

I wondered what the book was about and wanted to sleep like a hero from a tale by laying my head next to it. A pure soul, a warm silence, and a heart huge enough for all mankind… It was as if they all came together in her body. Her inner beauty appeared to emanate from her soul effortlessly.

“Here… If you want to look at it.”

The book she handed me had turned into a magic sphere. I couldn’t miss this chance. My legs had acted faster than my mind, even faster than my feelings and brought me to the guest part of her table. The chair next to her was only for one person. I stood over her like a claimant and pretended to look at the book’s cover.

“Would you like to sit?”

“Thank you.”

My legs that brought me to her table had plunked my body down onto the chair. She had extended her hand which was warm like her face:

“My name is Ebru.”

“I usually confuse people’s names, don’t get me wrong if I call you Burcu.” What a ridiculous introductory sentence!

“Burcu?”

“It’s not a name hidden in my subconscious. If your name were Burcu, it is very high likely that I could have called you Ebru.”

“Interesting…”

“It’s a trick that my mind plays on me.”

A smile had appeared on her dimples. It was a sign that we could chat.

“Would you like to have something to drink?”

“Sure, tea.”

It had been 10 minutes 25 seconds since we met. Our lips were making the nicest conversation on earth. I was surrendered as if I had been at the same table with her for years. Even if the wind didn’t blow my hair, it was tickling my heart. I was living the moment when the wind caressed my face at the edge of a cliff. There was neither a hill nor a cliff now. There were a table, a warm soul, and a primitively kneaded conversation.

I sipped my tea. My phone was ringing painfully even though it was on silent. I had fallen in love five minutes ago, but I was still a guest at the table. I gently grabbed my phone and went outside of the café. I felt naked while talking over the phone. The sentences coming out of my mouth were making my soul appear ugly compare to the dreamy sentences I used at the table. I didn’t want her to see me like that. I was naked and ugly. I was the anti-hero of a phone conversation full of meaningless sentences and insoluble problems. I needed to a strong verb to go back to the table.

“Let’s talk later. I’m gonna hang up.”

“Just tell me when. You always do this.”

My sentences were reflecting the uneasiness of a relationship which was unaware that it had already ended.

“We’ll talk later.”

With the excitement that I could go back to the table, I hanged up my phone and entered the café. She wasn’t at the table. The novel was there, next to my tea glass. I gazed towards the restrooms and sat down my guest chair trying to figure out where she was. She hadn’t been here for fifteen minutes 45 seconds. I looked all around the café. She took her purse and she was gone. Maybe, she had to leave. A tea to drink, the novel named “timeless”, and I… We had been waiting for her.

It had been three hours and 12 minutes since we met. I had missed her. Her existence pervaded my dreams, my conversations, and my breathing. I had been going to the same café every day and sitting at the same table in the hope of giving the book back to her, and trying to infer something similar to my situation from the pages of the book. I was the host now at my guest corner.
While I was reading the pages that I loved the most, a whisper left a warmth to my ear, and then to my soul.

“Hello.”

It was her voice. Her existence, like a voice cloud, had come down on my table. I guess this was what missing was.

“Hello.”

I had silently answered the voice streaming into my soul.

“Hello.”

“Don’t worry, you haven’t gone mad and you are not dreaming either.”

I was talking to myself and probably looked like a lunatic from outside. I whispered the first question that came to my mind:

“Why did you leave?”

“I did not. You sent me.”

“How?”

“I am the heroine of the story you wrote.”

“I don’t understand.”

“The story you wrote did not have an ending and you wanted to write an ending by sending me.”

“I’ve missed you.”

“Did you send me from the café to miss me?”

“Can we start over?”

“Sure.”

“Do you want me to change the title of the book?”

“You’re the author.”

“Let’s begin.”

“Hi, my name is Burcu.”

I had gotten a new page and written an introductory sentence:
It had been 10 minutes since we had met…

(1) One of the most popular streets at the Anatolian side of Istanbul.

(Thanks to EAUFC for English translation)

1 σχόλιο:

Συνολικές προβολές σελίδας