Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Kafasina Gore Τεύχος 30: Şipşak Hayri


 Όταν ο παππούς του ψιθύρισε το όνομα του στο αυτί του, έκλαιγε και φώναζε βγάζοντας όλα του τα σάλια. Παρόλο που ήταν ένα μωρό με τις πάνες του, ένιωθε ότι όλη η ιστορία της ζωής του θα χτυπήσει στην ψυχή του με την ανάσα του παππού του.

«Το όνομα σου είναι Hayri... Το όνομα σου είναι Hayri... Το όνομα σου είναι Hayri...»

Πώς αλλιώς θα μπορούσε να δείξει τη δυσαρέσκεια παρά κλαίγοντας και κοιτάζοντας με τα γυμνά του μάτια το ταβάνι... Παρόλο που ήταν νεογέννητο τόσο το μυαλό του όσο και οι αισθήσεις του ήταν στη θέση τους. Αργότερα θα συνειδητοποιούσε ότι αυτό που αποκαλούμε «όνομα» είναι κάτι που συμβαίνει σε όλους. Ότι όταν είσαι μωρό το ψιθυρίζουν στο αυτί σου και το έχεις σαν σημάδι για όλη σου τη ζωή...

Η προσωπικότητα και η ελεύθερη βούληση δεν ήταν σημαντικά εκείνη τη στιγμή. Θα ήταν ευχαριστημένος με ό,τι κι αν του έδιναν. Η μεγαλύτερη ατυχία του Hayri ήταν πως τα ένιωθε όλα αυτά ενώ ακόμα φορούσε πάνες, και τα αποθήκευε στον εγκέφαλο του με μια σχέση αιτίας-αποτελέσματος.

Ήταν πολύ νωρίς για να αμφισβητηθεί αυτό. Ο άνθρωπος όταν είναι έφηβος, αισθάνεται ότι υπάρχει ένας εγκέφαλος μέσα στο κεφάλι του και τότε αρχίζει να κάνει φασαρία, έτσι δεν είναι; Ο Hayri σκεφτόταν πολλά ενώ ακόμα φόραγε πάνες. Είχε πολύ χρόνο. Εκτός από να τρώει, να πίνει και να λερώνει την πάνα του, δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει. Αν και η μητέρα του, ο πατέρας του, οι συγγενείς και οι αχρείαστοι γείτονες  περίμεναν από αυτόν να χαμογελάσει, να είναι χαριτωμένος για να τους ευχαριστήσει, αυτός δεν έκανε τίποτα από αυτά. Από όσο γνωρίζουμε ένα μωρό ξέρει μόνο αυτά να κάνει.Δεν ήταν διαφορετικός από ένα φυτό σε μια γλάστρα ούτε από τα άλλα μωρά που φοράνε πάνες. Είχαν τη συνήθεια να βγάζουν ήχους όταν ήταν πεινασμένα και όταν αισθάνονταν βρώμικα.

Ο Hayri το είχε νιώσει όταν ο παππούς του του ψιθύρισε το όνομα του στο αυτί...Είχε νιώσει κάτι όταν βγήκε από τη μήτρα της μητέρας του, αλλά αυτή τη φορά, δεν το είχε νιώσει μόνο, το είχε καταλάβει κιόλας. Δεν του άρεσε που έκλαιγε με το που ήρθε στον κόσμο. Έρχονται οι άνθρωποι στον κόσμο για να κλαίνε; Στέγνωσε την μύτη του και πήρε μια απόφαση. Το θέμα του πλάσματος που αποκαλείται άνθρωπος ήταν βαθύ. Ήταν αδύνατον να το καταλάβεις και να βρεις μια λύση. Υπήρχε πόνος και κλάμα στο τέλος. Καθώς ο εμετός με το γάλα της μητέρας του πέρασε από τον ανώριμο οισοφάγο του, πήρε μια οριστική απόφαση: θα ήταν καλό να παραδοθεί, να πάει όπως πάει το ρεύμα.

Ο Hayri αποφάσισε να κάνει τους μεγαλύτερους χαρούμενους και να ζήσει σύμφωνα με τα λόγια και τις επιθυμίες τους. Έτσι ούτε θα έκλαιγε, ούτε θα ήταν λυπημένος, θα χαμογελούσε στον κόσμο. Του έγινε περιτομή στη σωστή στιγμή και στο μέρος που ήθελε ο παππούς του. Πήγε στο σχολείο που ήθελε ο πατέρας του. Έπαιζε μπάλα με τους φίλους που του είχε υποδείξει η μητέρα του, και αν και στην καρδιά του είχε μια άλλη ομάδα ποδοσφαίρου, αναγκάστηκε να φορέσει την μπλούζα μιας άλλης ομάδας από τα χαστούκια του αδελφού του. Όταν ο αδελφός του, του έριχνε χαστούκια τα μάτια του γέμισαν και θυμήθηκε το κλάμα με τις πάνες και άρχισε αμέσως να γελάει. Προσπαθούσε να βοηθάει όλα τα πλάσματα, αν και μερικές φορές δεν πίστευε στην ειλικρινή αγάπη όλων των πλασμάτων. Καθώς μεγάλωνε η αγαπημένη  του φράση στην οποία βασίστηκε η ζωή του ήταν "υπάρχει κάτι καλό σε όλα τα πράγματα." Πόσο μεγάλο βάθος είχε αυτή η φράση. Ο Hayri σιωπηλά σκεφτόταν αυτή τη φράση. Και όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο πιο κοντά ένιωθε στο κρυφό νόημα που υπήρχε πίσω από αυτή τη φράση.

Τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο με ενθουσιασμό και ευγνωμοσύνη, και παρόλο που το μυαλό του ήταν τόσο άψογο όσο την ημέρα που γεννήθηκε, τα πράγματα πήγαν από το κακό στο χειρότερο στα χρόνια του λυκείου. Όταν ο παππούς του πέθανε, η οικογένεια του πολέμησε για την κληρονομιά. Ο πατέρας του ήταν στεναχωρημένος με τα αδέλφια του επειδή δεν πήρε αυτό που δικαιούνταν. Όλα όσα είχε διδάξει στον Hayri στο παρελθόν είχαν θαφτεί με αντάλλαγμα κάποιους τίτλους ιδιοκτησίας. Άφησαν πίσω τους συγγενείς και τους γείτονες και μετακόμισαν σε άλλη γειτονιά. Τα χρέη και τα αδικήματα του αδελφού του είχαν ταράξει τη γαλήνη του σπιτιού.

Όλα όσα είχε μάθει ο Hayri από την οικογένεια του για να είναι ευτυχισμένος άρχισαν να μολύνουν το άψογο μυαλό του και να θολώνουν τις φράσεις του.Τα λακκάκια στο πρόσωπο του δεν βοηθούσαν το χαμόγελο του όπως πριν, προσθέτοντας μια θλιβερή σκιά στο πρόσωπό του...

Ένας πατέρας που είχε επενδύσει το μερίδιο του από την κληρονομιά σε άλλες γυναίκες, μια δυστυχισμένη μητέρα, ένας αδελφός που δεν ερχόταν σπίτι κι ένας Hayri που είχε χάσει το χαμόγελο του... Εγκατέλειψε τα όνειρα που είχε για σπουδές επειδή έπρεπε να δουλέψει. Άρχισε να τραβάει φωτογραφίες διαβατηρίου στο φωτογραφείο του θείου Sevket, που ήταν φίλος του θείου του. Έκανε καλά τη δουλειά του, δημιουργούσε αισθητικές ανησυχίες προσπαθώντας να είναι ευτυχισμένος με τον εαυτό του. Σε ένα κόσμο μολυσμένο, αναζητούσε φύλλα που ήλπιζε να ανθίσουν, ανθρώπους που δεν είχαν χάσει το χαμόγελο τους, συνέκρινε τους δρόμους και τα πεζοδρόμια με τις εικόνες που είχε στο μυαλό του για τα βουνά και τις πλαγιές. Αν και στον φωτογράφο Sevket δεν άρεσε αυτό, δεν μπορούσε να τον απολύσει από τη δουλειά για χάρη του θείου του.

«Τραβάς, την εμφανίζεις και είναι έτοιμη. Νοιάζεσαι τόσο πολύ για μια φωτογραφία διαβατηρίου;» 

Όχι ο Hayri νοιαζόταν και προσπαθούσε σκληρά. Προσπαθούσε μέχρι ο πελάτης να βγει από την πόρτα, και χαιρετούσε με ένα χαμόγελο. Χωρίς την απαραίτητη φροντίδα, όλος ο κόσμος θα γινόταν μια τεράστια χωματερή... Λίγη προσοχή και ένα χαμόγελο που αποτυπωνόταν σε μια στιγμιαία φωτογραφία ήταν αρκετά για να κάνουν τους ανθρώπους ευτυχισμένους. 

Μια μέρα που ο θείος Sevket ήρθε αργά στο φωτογραφείο, ο Hayri φωτογράφιζε τις γάτες στον δρόμο, και τις τοποθετούσε σύμφωνα με την έννοια των ονομάτων τους. Μια τιγρέ γάτα είχε ποζάρει τόσο όμορφα μπροστά από το αρτοποιείο του Bahri, που πίεσε το κλείστρο πέντε φορές στη σειρά. Τη στιγμή που είπε «ας τραβήξω μια τελευταία...» ένα όμορφο κορίτσι κάθισε στην καρδιά του φακού του. Το μυαλό του, η καρδιά του και τα μάτια άρχισαν να χτυπούν μέσα στον φακό. Ο Hayri είχε σκεφτεί πολλά για την αγάπη. Ποτέ δεν θα γνώριζε τη διαφορά μεταξύ της σκέψης και της ζωής χωρίς την Ayse, και κανένα από τα σχέδια που είχε κάνει στο μυαλό του δεν θα ήταν χρήσιμο μέχρι που η καρδιά του να πέσει στην παλάμη του χεριού του... Ένιωθε ότι τα αδιάκριτα παράπονα της καρδιάς του δεν μπορούσαν να βρεθούν στο μυαλό του. Το γεγονός ότι το κορίτσι ζούσε δύο δρόμους πιο κάτω και ερχόταν κάθε μέρα για να αγοράσει το ψωμί από τον φούρνο του Bahri, ήταν αρκετό για το πρώτο βήμα.  Ο Hayri εμφανίζοντας τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει από μακριά, στάθηκε μπροστά στο κορίτσι που στα χέρια της κρατούσε ζεστό ψωμί. 

«Γεια, είμαι ο Hayri...»

«Γεια, είμαι η Ayse...»

Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες του, η Ayşe σκέφτηκε: «Είμαι τόσο όμορφη;» Επειδή στις φωτογραφίες υπήρχαν τα μάτια της καρδιάς ... Ο Hayri είπε αμέσως στη μητέρα του τι αισθάνθηκε. Δεν είναι η αγάπη λίγο μακριά; Η ιδέα του να απομακρυνθεί από τα πάντα, αύξησε τη σκιά που υπήρχε στα λακκάκια του Hayri. 

Με τον αδελφό του να είναι στον κόσμο του και τον πατέρα του σε κάποιο μπαρ πήγε με την μητέρα του να ζητήσει το χέρι του κοριτσιού. Καθώς περπατούσε με τα λουλούδια στα χέρια του, συνειδητοποίησε ότι για πρώτη φορά ήθελε κάτι για τον εαυτό του. Όταν σέρβιραν τους καφέδες ζήτησαν το χέρι του κοριτσιού. Ο πατέρας του κοριτσιού άρχισε να γκρινιάζει και η μητέρα της να παραπονιέται. Και προτού η Ayşe γίνει νύφη, έριξε τα δάκρυά της σαν πέτρα στον δίσκο που κρατούσε. Ο πατέρας του κοριτσιού είπε μια πρόταση με όλο της το μεγαλείο:

« Μπήκατε στον κόπο να έρθετε, αλλά αυτός ο γάμος δεν μπορεί να γίνει.»

Ο Hayri προσπάθησε να καταλάβει κι αυτή την κατάσταση, αλλά σε αυτή τη ζωή δεν υπήρχε χώρος για κατανόηση. Πώς σκέφτηκε ότι ένας πατέρας θα έδινε την κόρη του σε κάποιον που κερδίζει τρία σεντς; Και όσο το σκεφτόταν αυτό έριξε σταγόνες νερού στην καρδιά του που καιγόταν αλλά δεν ένιωσε δροσιά. 

Με ένα σακίδιο και μια φωτογραφική μηχανή, ο Hayri πήρε τους δρόμους. Πρώτα η Γερμανία, μετά το Βέλγιο και στη συνέχεια η Ολλανδία, ήταν ο δρόμος που πήρε. Η αγάπη, δεν ήταν λίγο μακριά;...

Οπουδήποτε κι αν πήγαινε, προσπαθούσε να βρει έναν άλλο Hayri, κοίταζε μέσα του, κοίταζε στην καρδιά του, πίεζε το μυαλό του, αλλά δεν βρήκε τίποτα. 

Σε μια τουρκική γειτονιά στην Ολλανδία, άρχισε να εργάζεται με μια οικογένεια φωτογράφων. Η αφοσίωση στη δουλειά του, το χαμογελαστό του πρόσωπο το οποίο σαν το άγαλμα του Δαβίδ προσελκούσε ανθρώπους που δεν τον έβλεπαν καν, τον έκαναν να γίνει πολύ αγαπητός και να κερδίσει χρήματα. Στον ελεύθερο του χρόνο έπαιρνε το τρένο και ταξίδευε σε όλη την Ευρώπη. Καθώς το αφεντικό του επέτρεψε να βάλει στη βιτρίνα τις φωτογραφίες που τραβούσε, άρχισε να καλεί τον Hayri που κρύβονταν μέσα του: «Ε, Hayri!»

Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε κανένας τρόπος να είναι ευτυχισμένος, άρχισε να θέλει περισσότερα πράγματα για τον εαυτό του και να αποτυπώνει τα πράγματα που θα ήθελε στις φωτογραφίες του. 

Ξεκίνησε τη δική του επιχείρηση και έγινε ο ίδιος αφεντικό. Οι φωτογραφίες που παρουσίασε στη βιτρίνα σε μια τουρκική γειτονιά στην Ολλανδία, ήταν το σύμβολο της ελευθερίας του. Αν τον ρωτούσαμε τι σημαίνει ελευθερία για αυτόν, θα μπορούσε να απαντήσει ότι ήταν κάτι πολύ απλό τόσο απλό όσο μια φωτογραφία σε μια βιτρίνα.

Ο χρόνος ήταν καλός για τον Hayri, ο οποίος, παρόλο που δεν ήταν ερωτευμένος, βρήκε κάποιον να μοιραστεί το χαμόγελο του. Είχε παντρευτεί και απέκτησε έναν γιο. Είχε σκεφτεί πολύ πριν να ψιθυρίσει το όνομα στο αυτί του γιου του που φορούσε πάνες. Το αγόρι σχεδόν περπάτησε αλλά δεν είχε ακόμα όνομα. Ο Hayri τσακωνόταν με τη σύζυγο του κάθε μέρα γι αυτό. Αλλά ήθελε να μεγαλώσει ο γιος του και να διαλέξει μόνος του το όνομα του. Προς το παρόν ήταν αρκετό να τον φωνάζουν «αγόρι μου» ή «γιε μου», και τέτοια για να μην κάνει το μωρό να νιώθει λυπημένο. Ο Hayri βρήκε στον γιο του τον εαυτό του...

Ενώ τραβούσε χαρούμενες φωτογραφίες στο φωτογραφείο του, ένα χορευτικό γκρουπ μπήκε μέσα. Πριν από το halay(1) οι καλεσμένοι του γάμου στάθηκαν μπροστά στην κουρτίνα με φόντο την πατρίδα τους. Ο Hayri τράβηξε προσεχτικά τις φωτογραφίες των καλεσμένων με τα κουστούμια τους. Στη συνέχεια έφεραν  τον γαμπρό να τον ξυρίσουν και τη νύφη για να φτιάξει το χτένισμα της. Μπροστά από το πράσινο φόντο, ο Hayri έδινε οδηγίες για τις φωτογραφίες... Αποτύπωνε τα σώματα και τα μάτια τους, και τους έδινε τη φόρμουλα της ευτυχίας εκείνης της στιγμής. Ο Hayri πέρασε στην άλλη πλευρά της κάμερας. Κοίταξε μέσα από το τον φακό του... Δεν ήθελε να πιστέψει στην εικόνα που είδε μέσα από το γυαλί του φακού του. Όταν σήκωσε το κεφάλι του, είδε πως η κοπέλα που φορούσε το νυφικό ήταν η Ayse, εκείνο το όμορφο κορίτσι που είχε βγει να αγοράσει ψωμί. Τα μάτια του Hayri συννέφιασαν. Ο Hayri ήθελε να φωνάξει δυνατά, να κλάψει. Χρόνια αργότερα, το κρύο στο εσωτερικό του ζεστάθηκε με ένα γνώριμο συναίσθημα. Ο Hayri στάθηκε παγωμένος εκεί που ήταν και όλα όσα τόσα χρόνια ήταν κρυμμένα μέσα του έπεσαν στα χέρια του. Η φωνή του γαμπρού άγγιξε την καρδιά του, όχι τα αυτιά του:

« Είσαι καλά αδελφέ;»

Ο Hayri γύρισε το κεφάλι και κοίταξε την Ayşe στα μάτια... Η Ayse τον είχε κι αυτή αναγνωρίσει. Από σεβασμό στην περίσταση, επέλεξαν τη σιωπή. Για μερικά δευτερόλεπτα, σκέφτηκαν τα πράγματα που θα μπορούσαν να έχουν κάνει μαζί και αν θα μπορούσαν να ήταν ευτυχισμένοι ... Ήταν λες και αυτό που αισθάνθηκαν ήταν πιο δυνατό από αυτό που έχασαν. Ο Hayri με δάκρυα στα μάτια είχε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του. Ακριβώς όπως ο Hayri με τις πάνες ...

Σημειώσεις:

(1) Halay - παραδοσιακός τουρκικός γαμήλιος χορός.


Şipşak Hayri


When his grandfather whispered his name in his ear, he cried and cried, dropping all his drool. Even though he was a baby in diapers, he felt that the whole story of his life would blow into his soul with his grandfather's breath.

"May your name be Hayri ... May your name be Hayri ... May your name be Hayri."

How could he have felt more dissatisfied, when he looked up at the ceiling and cried with his naked eyes... Even though he was a newborn, his mind and senses were still intact. He would later realize that what was called ‘the name’, happened to everyone, that when you are a baby, other whisper in your ear and you will take it as a sign for lifetime... His personality, his free will, didn't matter at this time. Whatever you give him, he would settle for that... Hayri's misfortune was to feel and store them in his brain with a cause-and-effect relationship.

It was too early to question them. You know, when you're a teenager, you feel like you have a brain in your head, and then you start making noises later, right? Hayri thought about it a lot. There was a lot of time. There was no other bodily action than to eat, drink, and fill his diapers. Although his necessary and unnecessary parents and relatives expected him to laugh and enjoy the joy, he did none of these things. As far as we know, the baby knew all incarnators like him. You were no different than the flower in the pot, much less than the other babies. And when their bellies were hungry and their butts full, they had an habit of making sounds.

Hayri felt when his grandfather whispered his name in his ear... He felt something when he came out of his mother's womb, but not only did he feel it, but he also understood it. He didn't like crying as soon as he came into the world. Would you ever come into this world to cry? He had dried his runny nose and made a decision. The matter of this creature called man was profound. It was impossible to understand, to come up with a solution. There was pain and crying in the end. As the vomit with his mother's milk passed through his immature esophagus, he made a final decision: it was good to surrender, to let go with the wind.

Hayri decided to make the elderly happy and live in the direction of their words and desires. So he wouldn't cry, he wouldn't be sad, he'd laugh in this world. He was circumcised at the time and place his grandfather wanted. He went to the school his father wanted. He played ball with the teammates his mother pointed out to him, and although his heart seemed to change to another football team, he had to wear the team's T-shirt that he never liked with his older brother's grip. When his brother's slaps filled his eyes, he remembered his crying and began to laugh immediately. He tried to help all creatures, even though he sometimes didn't believe in loving all living beings. As he grew up, his favorite promise was at the center of his life, “there's something good in all things.” How deep promise it was. Hayri would think silently about that promise. And the more he thought about it, the closer he felt to the hidden meaning behind the phrase.

He finished elementary and high school with enthusiasm and gratitude, and although his mind seemed as flawless as the day he was born, he progressed badly during the high school years. When his grandfather died, the family fought for inheritance. His father was upset with his brothers because he didn't get his rights. Everything he taught Hayri was buried in the past in exchange for deed. The kinship and the relationship with the neighbors was left behind, moved to another neighborhood. And his brother's debts and misdeeds swept the peace of the home.

What Hayri learned from his family to be happy, he had begun to pollute his immaculate mind by clouding his phrases. The dimples on his face did not help his smile as before, adding a sad shadow to his face.

A father who invested the remaining shares of the property title in the feelings of other women, an unhappy mother, a brother who did not come home, Hayri lost his smile... When he had to work, he gave up his college dreams forever. He began taking passport photos in the store of the photographer Şevket Amca, his uncle’s friend. He was doing his job well, creating aesthetic concerns and trying to be happy with himself. He sought the leaves that hoped to bloom in the polluted world, the people who had not lost their smile; he compared the streets, sidewalks, mountains and hillsides with the images he had kept in his mind. Although photographer Şevket was not satisfied with this, he could not fire Hayri, for the sake of his uncle.

"Take it quickly. Are you so worried about the picture?"

No, Hayri cared about waiting and trying. As long as the client walks out the door and puts a smile between his greetings. Didn't the world become a big garbage can to take care of everyone? A little attention, a smile stamped on a photograph was enough to make people feel happy.

One day Şevket Amca arrived late to the store, Hayri was photographing the cats on the street, framing them according to their names and meaning. A tabby cat had posed so beautifully in front of Bahri's shop, the bakery, so he pressed the shutter five times in a row. The moment he said, “Let's take one more,” a beautiful girl sat at the heart of her lens. His mind, his heart, his eyes, the lens got smaller and his eye started beating on the lens. Hayri thought too much about love. He would never know the difference between thinking and living without Ayşe, and the formula he found with his mind, would not become information until his heart fell into the palm of his hand... He felt that the indiscreet complaints of his heart could not be found in his mind. The fact that the girl lived two streets down and came every day to buy the bread from Bahri’s, was enough for the first step. Hayri, who had taken photographs from afar, stood in front of the girl's hands carrying hot bread.

"Hello I am Hayri..."

"Hello I am Ayşe..."

When Ayşe looked at my photos, she wondered if she was so beautiful. That's because she had the heart in her eyes... Hayri immediately told her mother how she felt. Isn't love a little far? The idea of walking away a step from everything raised the shadow that had fallen on Hayri's dimples.

His brother was in the back, his father was at a bar table, his mother was going to ask for the girl's hand. As he walked with a flower in his hand, for the first time, he realized he wanted something for himself. The coffees were served, they went to the girl's hand request. The girl's father growled, her mother began to complain, and before Ayşe could become a bride, she dropped her tears like a stone on the tray she was holding. The girl's father added phrases to her growl:

"You've had the annoyance of coming, but this marriage won’t be done."

Hayri had tried to understand this situation, but there was’nt also a purpose to understanding it in this life either. He thought, “who would want to give his daughter to someone who makes three cents?”, and the more he thought about it, he splashed drops of water into his frightened heart, but his inside didn't cool.

A bag and a camera go along with Hayri on the way. First Germany, then Belgium, then Holland, it’s the way he left. Wasn't love a little far?...

Where he went he tried to find another Hayri, looked inside, in his heart, handled his mind, but could not find it.

He started working for a family of photographers in a Turkish neighborhood in Holland. The interest in his work, his smiling face, which like the statue of David attracted people who didn't even look at him, had led him to earn money and to be loved very much. In his spare time, he had travelled all over Europe by train. As the chief allowed the photographs he had taken to be display in the shop window, he began to call Hayri, who was hiding inside.: "Hayri!”

When he began to understand that there was not a single way to be happy, he began to want more for himself and to place what he could want in the photos.

He started his own business, became his own boss. The photographs he exhibited in his stained-glass window waved in a Turkish neighbourhood in Holland, as a sign of his freedom. If we asked him what freedom was, he could say it was as simple and easy as a photograph taken in the window.
The time was good for Hayri, who, although he was not in love, found someone to share his smile with. He had a son. He thought long before he whispered his name in his son's ear. The boy almost stood up, but had not been named. Hayri argued with his wife every day, but he wanted his son to grow up and choose his own name. 'My son, my son', was enough for now, and more to make the baby not feel unhappy. Hayri knew his son as well as himself...

A group of people swooped into his store, while he was happily taking pictures. Before the halay (1), the wedding guests were lined up in front of the backdrop with a view of their hometown. Hayri had taken guests’s pictures in party suits. Then the groom had come from shaving and the bride from get fixed her hair... In front of the green backdrop, Hayri told me how to take a picture... He framed their bodies and their eyes and gave them the instant formula to be happy. Hayri was in charge of the camera. He looked through the lens of his camera... He didn't want to believe in the image he had to see through his lens glass. When he looked up, he saw Ayşe, the beautiful girl who was going to buy bread, in her wedding dress. A partially cloudy air sat in Hayri's eyes. He wanted to cry, drool, drop everything. The cold inside mixed with a familiar feeling years later. He was frozen behind where he was, and everything he'd been hiding for years fell into his hands. The groom's voice touched her heart, not his ear:

"Brother, are you ok?"

Hayri turned his head and made eye contact with Ayşe... Ayse also recognized him. By making contact, they chose silence out of respect for the occasion. Within few seconds, they thought about what they could have done together and the chance to be happy. It was as if they felt stronger than what they missed. Hayri, with tears in her eyes, had a smile on his face. Like Hayri in diapers...

Endnotes:
(1) Halay - traditional Turkish wedding dance.

(Thanks to Engin Akyurek For Ever Puerto Rico for English translation)

2 σχόλια:

  1. Thank you very much for letting me read this beautiful story in English. I am a big fan of Engin and want to see all his work and writing, because he is a so naturel and honest and religion person and a great actor. Succes !!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Συνολικές προβολές σελίδας