Όταν ο παππούς του ψιθύρισε το όνομα του στο αυτί του, έκλαιγε και φώναζε βγάζοντας όλα του τα σάλια. Παρόλο που ήταν ένα μωρό με τις πάνες του, ένιωθε ότι όλη η ιστορία της ζωής του θα χτυπήσει στην ψυχή του με την ανάσα του παππού του.
«Το όνομα σου είναι Hayri... Το όνομα σου είναι Hayri... Το όνομα σου είναι Hayri...»
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να δείξει τη δυσαρέσκεια παρά κλαίγοντας και κοιτάζοντας με τα γυμνά του μάτια το ταβάνι... Παρόλο που ήταν νεογέννητο τόσο το μυαλό του όσο και οι αισθήσεις του ήταν στη θέση τους. Αργότερα θα συνειδητοποιούσε ότι αυτό που αποκαλούμε «όνομα» είναι κάτι που συμβαίνει σε όλους. Ότι όταν είσαι μωρό το ψιθυρίζουν στο αυτί σου και το έχεις σαν σημάδι για όλη σου τη ζωή...
Η προσωπικότητα και η ελεύθερη βούληση δεν ήταν σημαντικά εκείνη τη στιγμή. Θα ήταν ευχαριστημένος με ό,τι κι αν του έδιναν. Η μεγαλύτερη ατυχία του Hayri ήταν πως τα ένιωθε όλα αυτά ενώ ακόμα φορούσε πάνες, και τα αποθήκευε στον εγκέφαλο του με μια σχέση αιτίας-αποτελέσματος.Ήταν πολύ νωρίς για να αμφισβητηθεί αυτό. Ο άνθρωπος όταν είναι έφηβος, αισθάνεται ότι υπάρχει ένας εγκέφαλος μέσα στο κεφάλι του και τότε αρχίζει να κάνει φασαρία, έτσι δεν είναι; Ο Hayri σκεφτόταν πολλά ενώ ακόμα φόραγε πάνες. Είχε πολύ χρόνο. Εκτός από να τρώει, να πίνει και να λερώνει την πάνα του, δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει. Αν και η μητέρα του, ο πατέρας του, οι συγγενείς και οι αχρείαστοι γείτονες περίμεναν από αυτόν να χαμογελάσει, να είναι χαριτωμένος για να τους ευχαριστήσει, αυτός δεν έκανε τίποτα από αυτά. Από όσο γνωρίζουμε ένα μωρό ξέρει μόνο αυτά να κάνει.Δεν ήταν διαφορετικός από ένα φυτό σε μια γλάστρα ούτε από τα άλλα μωρά που φοράνε πάνες. Είχαν τη συνήθεια να βγάζουν ήχους όταν ήταν πεινασμένα και όταν αισθάνονταν βρώμικα.
Ο Hayri το είχε νιώσει όταν ο παππούς του του ψιθύρισε το όνομα του στο αυτί...Είχε νιώσει κάτι όταν βγήκε από τη μήτρα της μητέρας του, αλλά αυτή τη φορά, δεν το είχε νιώσει μόνο, το είχε καταλάβει κιόλας. Δεν του άρεσε που έκλαιγε με το που ήρθε στον κόσμο. Έρχονται οι άνθρωποι στον κόσμο για να κλαίνε; Στέγνωσε την μύτη του και πήρε μια απόφαση. Το θέμα του πλάσματος που αποκαλείται άνθρωπος ήταν βαθύ. Ήταν αδύνατον να το καταλάβεις και να βρεις μια λύση. Υπήρχε πόνος και κλάμα στο τέλος. Καθώς ο εμετός με το γάλα της μητέρας του πέρασε από τον ανώριμο οισοφάγο του, πήρε μια οριστική απόφαση: θα ήταν καλό να παραδοθεί, να πάει όπως πάει το ρεύμα.
Ο Hayri αποφάσισε να κάνει τους μεγαλύτερους χαρούμενους και να ζήσει σύμφωνα με τα λόγια και τις επιθυμίες τους. Έτσι ούτε θα έκλαιγε, ούτε θα ήταν λυπημένος, θα χαμογελούσε στον κόσμο. Του έγινε περιτομή στη σωστή στιγμή και στο μέρος που ήθελε ο παππούς του. Πήγε στο σχολείο που ήθελε ο πατέρας του. Έπαιζε μπάλα με τους φίλους που του είχε υποδείξει η μητέρα του, και αν και στην καρδιά του είχε μια άλλη ομάδα ποδοσφαίρου, αναγκάστηκε να φορέσει την μπλούζα μιας άλλης ομάδας από τα χαστούκια του αδελφού του. Όταν ο αδελφός του, του έριχνε χαστούκια τα μάτια του γέμισαν και θυμήθηκε το κλάμα με τις πάνες και άρχισε αμέσως να γελάει. Προσπαθούσε να βοηθάει όλα τα πλάσματα, αν και μερικές φορές δεν πίστευε στην ειλικρινή αγάπη όλων των πλασμάτων. Καθώς μεγάλωνε η αγαπημένη του φράση στην οποία βασίστηκε η ζωή του ήταν "υπάρχει κάτι καλό σε όλα τα πράγματα." Πόσο μεγάλο βάθος είχε αυτή η φράση. Ο Hayri σιωπηλά σκεφτόταν αυτή τη φράση. Και όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο πιο κοντά ένιωθε στο κρυφό νόημα που υπήρχε πίσω από αυτή τη φράση.
Τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο με ενθουσιασμό και ευγνωμοσύνη, και παρόλο που το μυαλό του ήταν τόσο άψογο όσο την ημέρα που γεννήθηκε, τα πράγματα πήγαν από το κακό στο χειρότερο στα χρόνια του λυκείου. Όταν ο παππούς του πέθανε, η οικογένεια του πολέμησε για την κληρονομιά. Ο πατέρας του ήταν στεναχωρημένος με τα αδέλφια του επειδή δεν πήρε αυτό που δικαιούνταν. Όλα όσα είχε διδάξει στον Hayri στο παρελθόν είχαν θαφτεί με αντάλλαγμα κάποιους τίτλους ιδιοκτησίας. Άφησαν πίσω τους συγγενείς και τους γείτονες και μετακόμισαν σε άλλη γειτονιά. Τα χρέη και τα αδικήματα του αδελφού του είχαν ταράξει τη γαλήνη του σπιτιού.
Όλα όσα είχε μάθει ο Hayri από την οικογένεια του για να είναι ευτυχισμένος άρχισαν να μολύνουν το άψογο μυαλό του και να θολώνουν τις φράσεις του.Τα λακκάκια στο πρόσωπο του δεν βοηθούσαν το χαμόγελο του όπως πριν, προσθέτοντας μια θλιβερή σκιά στο πρόσωπό του...
Ένας πατέρας που είχε επενδύσει το μερίδιο του από την κληρονομιά σε άλλες γυναίκες, μια δυστυχισμένη μητέρα, ένας αδελφός που δεν ερχόταν σπίτι κι ένας Hayri που είχε χάσει το χαμόγελο του... Εγκατέλειψε τα όνειρα που είχε για σπουδές επειδή έπρεπε να δουλέψει. Άρχισε να τραβάει φωτογραφίες διαβατηρίου στο φωτογραφείο του θείου Sevket, που ήταν φίλος του θείου του. Έκανε καλά τη δουλειά του, δημιουργούσε αισθητικές ανησυχίες προσπαθώντας να είναι ευτυχισμένος με τον εαυτό του. Σε ένα κόσμο μολυσμένο, αναζητούσε φύλλα που ήλπιζε να ανθίσουν, ανθρώπους που δεν είχαν χάσει το χαμόγελο τους, συνέκρινε τους δρόμους και τα πεζοδρόμια με τις εικόνες που είχε στο μυαλό του για τα βουνά και τις πλαγιές. Αν και στον φωτογράφο Sevket δεν άρεσε αυτό, δεν μπορούσε να τον απολύσει από τη δουλειά για χάρη του θείου του.
«Τραβάς, την εμφανίζεις και είναι έτοιμη. Νοιάζεσαι τόσο πολύ για μια φωτογραφία διαβατηρίου;»
Όχι ο Hayri νοιαζόταν και προσπαθούσε σκληρά. Προσπαθούσε μέχρι ο πελάτης να βγει από την πόρτα, και χαιρετούσε με ένα χαμόγελο. Χωρίς την απαραίτητη φροντίδα, όλος ο κόσμος θα γινόταν μια τεράστια χωματερή... Λίγη προσοχή και ένα χαμόγελο που αποτυπωνόταν σε μια στιγμιαία φωτογραφία ήταν αρκετά για να κάνουν τους ανθρώπους ευτυχισμένους.
Μια μέρα που ο θείος Sevket ήρθε αργά στο φωτογραφείο, ο Hayri φωτογράφιζε τις γάτες στον δρόμο, και τις τοποθετούσε σύμφωνα με την έννοια των ονομάτων τους. Μια τιγρέ γάτα είχε ποζάρει τόσο όμορφα μπροστά από το αρτοποιείο του Bahri, που πίεσε το κλείστρο πέντε φορές στη σειρά. Τη στιγμή που είπε «ας τραβήξω μια τελευταία...» ένα όμορφο κορίτσι κάθισε στην καρδιά του φακού του. Το μυαλό του, η καρδιά του και τα μάτια άρχισαν να χτυπούν μέσα στον φακό. Ο Hayri είχε σκεφτεί πολλά για την αγάπη. Ποτέ δεν θα γνώριζε τη διαφορά μεταξύ της σκέψης και της ζωής χωρίς την Ayse, και κανένα από τα σχέδια που είχε κάνει στο μυαλό του δεν θα ήταν χρήσιμο μέχρι που η καρδιά του να πέσει στην παλάμη του χεριού του... Ένιωθε ότι τα αδιάκριτα παράπονα της καρδιάς του δεν μπορούσαν να βρεθούν στο μυαλό του. Το γεγονός ότι το κορίτσι ζούσε δύο δρόμους πιο κάτω και ερχόταν κάθε μέρα για να αγοράσει το ψωμί από τον φούρνο του Bahri, ήταν αρκετό για το πρώτο βήμα. Ο Hayri εμφανίζοντας τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει από μακριά, στάθηκε μπροστά στο κορίτσι που στα χέρια της κρατούσε ζεστό ψωμί.
«Γεια, είμαι ο Hayri...»
«Γεια, είμαι η Ayse...»
Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες του, η Ayşe σκέφτηκε: «Είμαι τόσο όμορφη;» Επειδή στις φωτογραφίες υπήρχαν τα μάτια της καρδιάς ... Ο Hayri είπε αμέσως στη μητέρα του τι αισθάνθηκε. Δεν είναι η αγάπη λίγο μακριά; Η ιδέα του να απομακρυνθεί από τα πάντα, αύξησε τη σκιά που υπήρχε στα λακκάκια του Hayri.
Με τον αδελφό του να είναι στον κόσμο του και τον πατέρα του σε κάποιο μπαρ πήγε με την μητέρα του να ζητήσει το χέρι του κοριτσιού. Καθώς περπατούσε με τα λουλούδια στα χέρια του, συνειδητοποίησε ότι για πρώτη φορά ήθελε κάτι για τον εαυτό του. Όταν σέρβιραν τους καφέδες ζήτησαν το χέρι του κοριτσιού. Ο πατέρας του κοριτσιού άρχισε να γκρινιάζει και η μητέρα της να παραπονιέται. Και προτού η Ayşe γίνει νύφη, έριξε τα δάκρυά της σαν πέτρα στον δίσκο που κρατούσε. Ο πατέρας του κοριτσιού είπε μια πρόταση με όλο της το μεγαλείο:
« Μπήκατε στον κόπο να έρθετε, αλλά αυτός ο γάμος δεν μπορεί να γίνει.»
Ο Hayri προσπάθησε να καταλάβει κι αυτή την κατάσταση, αλλά σε αυτή τη ζωή δεν υπήρχε χώρος για κατανόηση. Πώς σκέφτηκε ότι ένας πατέρας θα έδινε την κόρη του σε κάποιον που κερδίζει τρία σεντς; Και όσο το σκεφτόταν αυτό έριξε σταγόνες νερού στην καρδιά του που καιγόταν αλλά δεν ένιωσε δροσιά.
Με ένα σακίδιο και μια φωτογραφική μηχανή, ο Hayri πήρε τους δρόμους. Πρώτα η Γερμανία, μετά το Βέλγιο και στη συνέχεια η Ολλανδία, ήταν ο δρόμος που πήρε. Η αγάπη, δεν ήταν λίγο μακριά;...
Οπουδήποτε κι αν πήγαινε, προσπαθούσε να βρει έναν άλλο Hayri, κοίταζε μέσα του, κοίταζε στην καρδιά του, πίεζε το μυαλό του, αλλά δεν βρήκε τίποτα.
Σε μια τουρκική γειτονιά στην Ολλανδία, άρχισε να εργάζεται με μια οικογένεια φωτογράφων. Η αφοσίωση στη δουλειά του, το χαμογελαστό του πρόσωπο το οποίο σαν το άγαλμα του Δαβίδ προσελκούσε ανθρώπους που δεν τον έβλεπαν καν, τον έκαναν να γίνει πολύ αγαπητός και να κερδίσει χρήματα. Στον ελεύθερο του χρόνο έπαιρνε το τρένο και ταξίδευε σε όλη την Ευρώπη. Καθώς το αφεντικό του επέτρεψε να βάλει στη βιτρίνα τις φωτογραφίες που τραβούσε, άρχισε να καλεί τον Hayri που κρύβονταν μέσα του: «Ε, Hayri!»
Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε κανένας τρόπος να είναι ευτυχισμένος, άρχισε να θέλει περισσότερα πράγματα για τον εαυτό του και να αποτυπώνει τα πράγματα που θα ήθελε στις φωτογραφίες του.
Ξεκίνησε τη δική του επιχείρηση και έγινε ο ίδιος αφεντικό. Οι φωτογραφίες που παρουσίασε στη βιτρίνα σε μια τουρκική γειτονιά στην Ολλανδία, ήταν το σύμβολο της ελευθερίας του. Αν τον ρωτούσαμε τι σημαίνει ελευθερία για αυτόν, θα μπορούσε να απαντήσει ότι ήταν κάτι πολύ απλό τόσο απλό όσο μια φωτογραφία σε μια βιτρίνα.
Ο χρόνος ήταν καλός για τον Hayri, ο οποίος, παρόλο που δεν ήταν ερωτευμένος, βρήκε κάποιον να μοιραστεί το χαμόγελο του. Είχε παντρευτεί και απέκτησε έναν γιο. Είχε σκεφτεί πολύ πριν να ψιθυρίσει το όνομα στο αυτί του γιου του που φορούσε πάνες. Το αγόρι σχεδόν περπάτησε αλλά δεν είχε ακόμα όνομα. Ο Hayri τσακωνόταν με τη σύζυγο του κάθε μέρα γι αυτό. Αλλά ήθελε να μεγαλώσει ο γιος του και να διαλέξει μόνος του το όνομα του. Προς το παρόν ήταν αρκετό να τον φωνάζουν «αγόρι μου» ή «γιε μου», και τέτοια για να μην κάνει το μωρό να νιώθει λυπημένο. Ο Hayri βρήκε στον γιο του τον εαυτό του...
Ενώ τραβούσε χαρούμενες φωτογραφίες στο φωτογραφείο του, ένα χορευτικό γκρουπ μπήκε μέσα. Πριν από το halay(1) οι καλεσμένοι του γάμου στάθηκαν μπροστά στην κουρτίνα με φόντο την πατρίδα τους. Ο Hayri τράβηξε προσεχτικά τις φωτογραφίες των καλεσμένων με τα κουστούμια τους. Στη συνέχεια έφεραν τον γαμπρό να τον ξυρίσουν και τη νύφη για να φτιάξει το χτένισμα της. Μπροστά από το πράσινο φόντο, ο Hayri έδινε οδηγίες για τις φωτογραφίες... Αποτύπωνε τα σώματα και τα μάτια τους, και τους έδινε τη φόρμουλα της ευτυχίας εκείνης της στιγμής. Ο Hayri πέρασε στην άλλη πλευρά της κάμερας. Κοίταξε μέσα από το τον φακό του... Δεν ήθελε να πιστέψει στην εικόνα που είδε μέσα από το γυαλί του φακού του. Όταν σήκωσε το κεφάλι του, είδε πως η κοπέλα που φορούσε το νυφικό ήταν η Ayse, εκείνο το όμορφο κορίτσι που είχε βγει να αγοράσει ψωμί. Τα μάτια του Hayri συννέφιασαν. Ο Hayri ήθελε να φωνάξει δυνατά, να κλάψει. Χρόνια αργότερα, το κρύο στο εσωτερικό του ζεστάθηκε με ένα γνώριμο συναίσθημα. Ο Hayri στάθηκε παγωμένος εκεί που ήταν και όλα όσα τόσα χρόνια ήταν κρυμμένα μέσα του έπεσαν στα χέρια του. Η φωνή του γαμπρού άγγιξε την καρδιά του, όχι τα αυτιά του:
« Είσαι καλά αδελφέ;»
Ο Hayri γύρισε το κεφάλι και κοίταξε την Ayşe στα μάτια... Η Ayse τον είχε κι αυτή αναγνωρίσει. Από σεβασμό στην περίσταση, επέλεξαν τη σιωπή. Για μερικά δευτερόλεπτα, σκέφτηκαν τα πράγματα που θα μπορούσαν να έχουν κάνει μαζί και αν θα μπορούσαν να ήταν ευτυχισμένοι ... Ήταν λες και αυτό που αισθάνθηκαν ήταν πιο δυνατό από αυτό που έχασαν. Ο Hayri με δάκρυα στα μάτια είχε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του. Ακριβώς όπως ο Hayri με τις πάνες ...
Σημειώσεις:
(1) Halay - παραδοσιακός τουρκικός γαμήλιος χορός.
Şipşak Hayri
ευχαριστω πολυ !!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήThank you very much for letting me read this beautiful story in English. I am a big fan of Engin and want to see all his work and writing, because he is a so naturel and honest and religion person and a great actor. Succes !!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή